«Το καλοκαίρι της νιότης
και το φθινόπωρο πέταξαν μακριά,
είμαι πια γριά και κουρασμένη.
Κάθε λουλούδι θα μαραθεί
και θα πέσει νεκρό,
όταν θα φυσήξουν στο κατόπι μου
οι παγωμένοι άνεμοι.
Ω πως μπορώ να είμαι ευτυχισμένη,
ολομόναχη μέσα στο σκοτάδι και το κρύο;»
«Cailleach Bheara’s seasonal song» (σε ελεύθερη απόδοση από την αρθρογράφο)
Αυτά τραγουδά η Κάλιαχ Μπέερα καθώς ανεμίζει το ανελέητο σφυρί της, πετώντας μέσα στις ριπές του παγωμένου αέρα, πάνω από τις Βρετανικές Νήσους τις μακριές νύχτες του χειμώνα.
Το πρόσωπο της έχει το βαθύ μπλε χρώμα του πάγου, τα δόντια της είναι κοφτερά και μακριά σαν διάφανοι σταλακτίτες, τα μαλλιά της είναι σαν ξερόκλαδα που τα βρίσκει το πρώτο κρύο του πρωϊνού. Το μοναδικό της μάτι είναι το μόνο πράγμα που θυμίζει την άλλοτε πιο καλοσυνάτη φύση της. Στριφογυρίζει κατακόκκινο, θυμίζοντας μια μικρή λιμνούλα από λάβα σκεπασμένη από ένα θολό στρώμα, γαλάζιου πάγου. Με κάθε κίνηση της τα μαύρα κουρέλια που φορά μαστιγώνουν τα κοκαλιάρικα άκρα της και τα αφύσικα μακριά, μαύρα νύχια της υψώνονται προς τον ορίζοντα προσπαθώντας να χαράξουν τη γραμμή του, ανοίγοντας έτσι δρόμο προς τα χιονισμένα βουνά και τα σιωπηλά παγωμένα σπήλαια.
Το όνομα της-Cailleach Bheara-έχει πολλές σημασίες καθώς προέρχεται από τη αρχαϊκή γαελική λέξη cailleach που μπορεί να μεταφραστεί ως «γριά γυναίκα» αλλά και ως, «αυτή που φοράει πέπλο». Αποκαλείται επίσης Μπέρα (Beira), Βασίλισσα του Χειμώνα και κόρη του Γκρίαναν (Grianaig), του «μικρού ήλιου», που συμβολίζει τη χειμερινή περίοδο, η οποία σύμφωνα με το κέλτικο ημερολόγιο ξεκινούσε την ημέρα του Χάλλουγουίν (Σάουιν-Samhain), δηλαδή στις 31 Οκτωβρίου και έφτανε στο τέλος της την 1η Μαϊου, σηματοδοτώντας έτσι την αρχή της θερινής περιόδου και της επικράτησης του «μεγάλου ήλιου».
Η παλαιότερη καταγεγραμμένη, λογοτεχνική αναφορά στην Κάλιαχ Μπέερα εντοπίζεται σε ένα ιρλανδικό κείμενο, αγνώστου συγγραφέα, του 9ου αιώνα το «Lament of the Old Woman of Beare», μέσα στο οποίο μπορεί κάποιος να εντοπίσει τη σημερινή μορφή της Βασίλισσας του Χειμώνα, όπως αυτή αποτυπώνεται στα κιτάπια των θρύλων.
Την νύχτα του Σάουϊν λοιπόν, η Κάλλιαχ Μπρέεα καβαλά τον άνεμο μόνη ή ταξιδεύει πάνω στην πλάτη ενός μεγάλου, γκρίζου λύκου και χτυπά τη γη με ένα σφυρί παγώνοντας το χώμα και εμποδίζοντας τα φυτά να βλαστήσουν. Οι ιστορίες που τη συνοδεύουν είναι στενά συνδεδεμένες με το στοιχείο του νερού, όμως αυτή που πρωτίστως παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι εκείνη της μεταμόρφωσης της, καθώς η Βασίλισσα του Χειμώνα κάποτε υπήρξε η ζωογόνος θεότητα της άνοιξης, των βουνών και του ψαρέματος. Θεωρούταν επίσης προστάτιδα των πηγών, των ποταμών και των ρυακιών γι’ αυτό και της είχαν αναθέσει να προσέχει την πηγή που ανάβλυζε από την κορυφή του Μπεν Κρούχαν (Ben Cruachan), τα νερά της οποίας χύνονταν στους πρόποδες του λόφου, ποτίζοντας τα απέραντα βοσκοτόπια. Κάθε απόγευμα λίγο πριν τη δύση του ηλίου, εκείνη έπρεπε να σταματήσει τη ροή του νερού τοποθετώντας ένα βράχο μπροστά στο άνοιγμα της πηγής και να τον απομακρύνει πάλι το επόμενο πρωϊ. Μια μέρα, όταν επέστρεψε από τα βουνά, όπου είχε οδηγήσει τα ελάφια της για βοσκή ένιωσε πολύ κουρασμένη κι αποκοιμήθηκε δίπλα στην πηγή προτού κλείσει το άνοιγμα. Το νερό συνέχισε να κυλάει για ώρες μέχρι που μετατράπηκε σε έναν τεράστιο χείμαρρο που κατέστρεψε τα πάντα στο πέρασμα του. Ο δυνατός ήχος του νερού που κυλούσε στην πλαγιά την ξύπνησε αλλά ήταν πια αργά και παρά τις απελπισμένες προσπάθειες της Μπρέα όλα είχαν πια χαθεί και όλη η κοιλάδα βυθίστηκε κάτω από τα νερά του Λοχ Ο’ (Loch Awe). Όταν αντίκρυσε την καταστροφή που είχε προκαλέσει η αμέλεια της, το αίμα της πάγωσε μετατρέποντας την καρδιά της σε ένα κομμάτι κρύσταλλο και το σώμα της σε πέτρα. Έτσι, κάθε χρόνο περιμένει τον ερχομό του Χάλλοουγουιν για να βγει από την πέτρινη φυλακή της και να περιπλανηθεί στον κόσμο των ανθρώπων κάτω από το αδύναμο φως του «μικρού ήλιου».
Πέρα από τη δημιουργία του Λοχ Ο’, στη δράση της Κάλιαχ Μπρέεα αποδίδονται και κάποιες άλλες αλλαγές στο γεωγραφικό ανάγλυφο των περιοχών της Βρετανίας και ιδιαίτερα στην περιοχή της Σκωτίας. Κάτι αντίστοιχο θεωρούταν πως συνέβη στην περιοχή Μπάρα να Κάμπρ (Bara na Cabar) όπου μέχρι το 1805, ορθωνόταν στην μέση ενός τεράστιου χωραφιού ένας γρανιτένιος μονόλιθος τον οποίο οι ντόπιοι συνέδεαν με την ύπαρξη ενός προϊστορικού, τελετουργικού κύκλου. Σύμφωνα με το θρύλο, μια μέρα η Κάλιαχ μετέφερε ένα μεγάλο σακί με πέτρες αλλά σκόνταψε σε ένα νησί που βρισκόταν στη μέση του Λοχ Έτιβ (Loch Etive) με αποτέλεσμα οι πέτρες να σκορπιστούν σχηματίζοντας τον μυστηριώδη κύκλο. Εκτός από την ικανότητα της να μετασχηματίζει το τοπίο, η Βασίλισσα του Χειμώνα λέγεται πως μπορεί να ελέγχει τον καιρό και να τον διαμορφώνει ανάλογα με τις ανάγκες της. Αυτή μάλιστα η ικανότητα της αποτέλεσε αφορμή για να χάσει το ένα της μάτι. Μια μέρα λοιπόν πρόσταξε τα σύννεφα να συγκεντρωθούν και δημιούργησε μια δυνατή καταιγίδα που είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλά αποδημητικά πουλιά. Ανάμεσα τους ήταν και μια πάπια η οποία μόλις είχε φέρει στον κόσμο τα μικρά της. Θέλοντας λοιπόν να πάρουν εκδίκηση για τον άδικο χαμό της μητέρας τους, τα παπάκια περικύκλωσαν την Κάλιαχ Μπρέεα και άρχισαν να την τσιμπούν άγρια στο πρόσωπο. Ένα από αυτά κατάφερε να την βγάλει το ένα μάτι και το πέταξε μέσα στη θάλασσα. Έκτοτε η γριά μάγισσα ψάχνει μάταια να το βρει, βασιζόμενη ακόμα και σε βοήθεια τρίτων, όπως συνέβη στην περίπτωση της συνάντησης της με τη φατρία των ΜακΙντάιρ (MacIntyre), στους οποίους υποσχέθηκε να υποδείξει τα καλύτερα βοσκοτόπια σε αντάλλαγμα της βοήθειας τους για τον εντοπισμό του.
Ένα από τα πλέον θαυμαστά χαρακτηριστικά της Βασίλισσας του Χειμώνα είναι η εκπληκτικά μεγάλη ηλικία της, καθώς η αρχή της ύπαρξης της χάνεται στα βάθη των αιώνων και ταυτίζεται με αυτή της ίδιας της Βρετανικής γης. Δεν είναι λίγες οι ιστορίες που υποστηρίζουν πως η Κάλιαχ Μπέερα διατηρεί τη μακροζωϊα της χάρη σε ένα μαγικό τελετουργικό το οποίο εκτυλίσσεται ως εξής: Μια φορά το χρόνο, την πρώτη μέρα του Μαϊου, η Βασίλισσα του Χειμώνα φτάνει κοντά στις όχθες της θάλασσας. Την αυγή προτού ακουστεί το κελάηδημα του πρώτου πουλιού και το πρώτο γάβγισμα σκύλου, θα πρέπει να πλυθεί μέσα στο νερό για να διεκδικήσει ξανά την αθανασία της. Τότε για λίγη μόνο ώρα η Κάλιαχ Μπέερα, η αποκρουστική γριά, μεταμορφώνεται ξανά στην Βασίλισσα της Άνοιξης και η εκτυφλωτική ομορφιά της επισκιάζει το τοπίο. Αν όμως αργήσει και δεν προλάβει να πλυθεί καλά πριν ακουστούν οι παραπάνω ήχοι τότε, σύμφωνα με την παράδοση, θα χαθεί για πάντα…
Και τότε πόσο πιο σκοτεινός και ανυπόφορος θα απομείνει αυτός ο κόσμος, χωρίς τη μαγική παρουσία, την πρωτόγονη δύναμη και την μακραίωνη σοφία αυτής που κάποτε μοιράστηκε το λίκνο της ίδιας της γης;
«Ο χειμώνας δυναστεύει τις σκέψεις μου, αλλά στην καρδιά μου βασιλεύει αιώνια άνοιξη», Βικτόρ Ουγκό (σε ελεύθερη απόδοση από την αρθρογράφο)
Πηγές
MacKenzie, Donald. Scottish Folklore and Folklife: Studies in Race, Culture and Tradition. Read Books, 2010.
MacKenzie, Donald. Wonder Tales from Scottish Myth and Legend. Dover Publications, 1917
McIntyre, Mhairi. The Cailleach Bheara: A study of Scottish Highland folklore in literature and film. Study for Deakin Univeristy (pdf via academia.eu)
Dubois, Pierre. The Great Encyclopedia of Fairies. Pavilion Books Limited, 1999