Ιστορίες

Βραχωρίτικοι Θρύλοι-Του διαβόλου η ματιά (ή της Βαγγελιώς το πάθημα)

Προς τη Μεγάλη Χώρα, που κάποτε ήτανε ξακουστό και πλούσιο τουρκοχώρι, χάσκει στη μέση ενός βοσκοχώραφου σαν μαύρο στόμα μια πηγάδα παλιά, και χορταριασμένη. Τα βράδια πάνω στις πέτρες της φεγγίζει το μαυρόνερο από κάτω και το φως τον αστεριών φωτίζει το ξανθό κεφάλι της νεράιδας που βγαίνει από τα βάθη του και γελά μ’ ένα γέλιο που σου κόβει το αίμα.

Η βασίλισσα νικάει πάντα (μέρος 1ο)

Κοίταξε τη μαύρη επιφάνεια της κρυστάλλινης σφαίρας και αναστέναξε αγανακτισμένος. Τίποτα. Δεν υπήρχε καμία εικόνα στη γυαλιστερή σκοτεινή της καμπύλη, πέρα από την επιμήκη αντανάκλαση του, η οποία τον έκανε να μοιάζει με τους γνώμους που συνήθιζαν να βγαίνουν από το πηγάδι της πίσω αυλής τα βράδια του καλοκαιριού. Το βαριεστημένο βλέμμα του συνάντησε την επικριτική μάτια της γέρικης κουκουβάγιας που καθόταν απέναντι του πάνω σ’ ένα σκονισμένο ράφι και ακόνιζε το ράμφος της στην επιφάνεια του δημιουργώντας ένα σωρό από μικροσκοπικά ροκανίδια πάνω στο πάτωμα.

Βραχωρίτικοι Θρύλοι- Η γυναίκα του νεραϊδοπαρμένου

Της νύφης κι αν της έταξαν το ρόδινο στεφάνι,

Γοργά ο χάρος κίνησε στο μνήμα να τη βάνει.

Το γιοφύρι της Καλόγριας κάτου στο ρέμα του Άη Θωμά, τώρα το πνίγουν τα βάτα κι οι αγριαγκαθιες μα κάπουτε σαν ορθώθηκε καινούργιο και πέτρινο με τις τρεις καμάρες του και το τόξο του καθαρό σαν γαϊτανόφρυδο, έστεκε όλο περηφάνεια και σπουδή πάνω από το νερό που κυλούσε γοργά και τ’ αψηφούσε.

Βραχωρίτικοι Θρύλοι-Το λευκό φίδι

Στο μέρος εκείνο που σήμερα λέγεται Ζαπάντι, υπάρχει ένα χωράφι στη μέση του οποίου ξεπροβάλλει σαν αλλόκοτο, πέτρινο δέντρο ένας μιναρές.

Βραχωρίτικοι Θρύλοι-Το ζουμί του λεμονιού

Πριν από πολλά, πολλά χρόνια λένε πως ζούσε μια νεαρή μάγισσα που αγαπούσε πολύ να κοιμάται στη σκιά των δέντρων στην όχθη της λίμνης Αμβρακίας.

Η σπηλιά (μέρος 1ο)

H σπηλιά

Αθήνα, συνοικία Αναφιώτικα, 1969

Κατέβασε το φλυτζάνι προσεκτικά ακουμπώντας το ανάποδα στο πιατάκι από λευκή πορσελάνη. Έκανε από πάνω του το σημείο του σταυρού, διπλώνοντας και ξεδιπλώνοντας τρεις φορές τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού κι έριξε μια βιαστική ματιά όλο περιέργεια στη νεαρή γυναίκα που καθόταν δίπλα της. Προσπαθούσε να διαβάσει στα χαρακτηριστικά της, που τώρα είχαν σκληρύνει, τον αντίκτυπο των όσων της είχε φανερώσει πριν από λίγο. Το βλέμμα της στάθηκε για κλάσματα του δευτερολέπτου πάνω στον ξεραμένο, καφετί λεκέ που αλλοίωνε την κρεμ ομοιομορφία του κεντητού τραπεζομάντηλου που κάλυπτε το τραπέζι μπροστά της. Τα χείλη της σφίχτηκαν αμυδρά σε ένα ξέσπασμα συγκρατημένης αγανάκτησης. Κοίταξε πάλι τη νεαρή γυναίκα, αυτή τη φορά πιο προσεκτικά, για να διαπιστώσει ότι μόνο το αφύσικα χλωμό δέρμα του προσώπου της και η λεπτή κόκκινη γραμμή των σφιγμένων χειλιών της φανέρωναν μια κάποια ανησυχία.

Τρία σπίρτα (μέρος 2ο)

Οι σκέψεις της διακόπηκαν απότομα από ένα δυνατό κρότο που την επανέφερε στο παρόν. Ανασηκώθηκε απότομα κι έσπρωξε πίσω την καρέκλα.

Τρία σπίρτα (μέρος 1ο)

Το φως της λάμπας τρεμόπαιξε για λίγο κι έπειτα μ’ έναν ανεπαίσθητο ήχο έσβησε, βυθίζοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι. Το ρολόι στο τοίχο μετρούσε τα λεπτά με βασανιστική ακρίβεια κι όταν η ώρα σήμανε ακριβώς, από το πορτάκι που βρισκόταν στο κέντρο του ξεπρόβαλε ένα μικροσκοπικό ξύλινο ανθρωπάκι που κρατούσε στα χέρια του μια τρομπέτα.

Δωδεκαήμερο μέρος 4ο

Του δάγκωσαν το χέρι. Σκούρο κόκκινο αίμα, το δικό του αίμα κυλούσε τώρα στο πάτωμα για να συναντήσει το λερό αίμα του καλικάντζαρου. Έπειτα τον χτύπησαν στο κεφάλι με κάτι βαρύ. «Τουλάχιστον έκανα ότι μπορούσα για να τη σώσω», αναλογίστηκε με δυσκολία καθώς οι σκέψεις του παρασύρονταν προς το λήθαργο της λιποθυμίας.  Ένας δυνατός κρότος που ακούστηκε από την πλευρά της κουζίνας τον επανέφερε κάπως. Οι καλικάντζαροι ήταν τόσο απασχολημένοι που δεν έδωσαν καμία σημασία στον απροσδόκητο ήχο για να το μετανιώσουν λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, όταν στο κατώφλι της πόρτας που ένωνε το δωμάτιο με την κουζίνα, εμφανίστηκε ο Βλάσσης. Στο χέρι του κρατούσε ένα γυάλινο μπουκαλάκι που περιείχε ένα διαφανές υγρό. Άνοιξε το καπάκι και εκτόξευσε με κοφτές κινήσεις το περιεχόμενο προς του καλικάντζαρους προτού εκείνοι προλάβουν ν’ αντιδράσουν.

Δωδεκαήμερο μέρος 3ο

«Ναι;! Μιλήτενε (μιλήστε)* πιο δυνατά! Ηγού! Ίντα;! Τώρα που είστε; Πως θα γυρίσετε; Καλά να προσέχετε μόνο σπαρτάρα μου…», πρόλαβε να προσθέσει η κυρά Μαρκέλλα προτού κατεβάσει το ακουστικό με τρεμάμενο χέρι.

«Τι χολοπερεχύθηκες (τρόμαξες)* μωρέ γιαγιά;!», ρώτησε ανήσυχα ο Ισίδωρος.

«Τι να κάμω…ο πατέρας σου ήταν…τους έπιασε η βροχή στον Καρφά και θα μείνουν το βράδυ στης ξαδέρφης μου της Αρετώς», διευκρίνισε κι έπειτα σηκώθηκε και τέντωσε τα πόδια της με ένα επιφώνημα ανακούφισης.

«Δεν πειράζει, θα στρώσω για τους δυο μας να φάμε γιορτινά, άμ ψηθεί κι αυτή η πίττα», αναφώνησε προσπαθώντας να μην δείχνει ανήσυχη κάτω από την εξεταστική ματιά του εγγονιού της. Άρχισε με γρήγορες κινήσεις να απλώνει πάλι τη στεγνή πια ζύμη στο τραπέζι σιγοτραγουδώντας.

Δωδεκαήμερο μέρος 2ο

«Α το κουτί αυτό ήταν του παππούλη σου», είπε κάπως αδύναμα η γιαγιά του ακολουθώντας με το βλέμμα της το δικό του. Ο χαμός του παππού δεν κατάφερε να της στερήσει ούτε στο ελάχιστο την αξιοπρέπεια και τη θέληση της για ζωή. Όπως έλεγε κι εκείνη πάντα, τι να κάνεις αφού έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Δεν τα βάζεις με το Χάρο, τα βάζεις; Και με αυτή τη μοιρολατρική αλλά γεμάτη κρυφή σοφία φράση απάλυνε κι εκείνη τον πόνο που της προκαλούσε η απουσία. «Κάνε μου μια χάρη μωρέ σπαρτάρα μου, αφού καθόμαστε εδώ καλά και όμορφα. Να σου φέρω λίγο νέφτι από την αποθήκη να συγυρίσεις λίγο αυτά τα παλιά εργαλεία, μπας και τα πουλήσω αύριο μεθαύριο στον Πάνο; Ξέρεις αυτόν που έχει το σιδηρουργείο; Άντε να σε χαρώ!», πρόσθεσε απαντώντας χαρούμενα στο καταφατικό νεύμα του Ισίδωρου.

Δωδεκαήμερο μέρος 1ο

Αθήνα, 2004

Στον ηλεκτρικό προς Πειραιά

 

Η βροχή σταμάτησε λίγο πριν τα φρένα το τρένου τσιρίξουν, καθώς αυτό πλησίαζε την σκεπασμένη αποβάθρα. Οι σταγόνες του νερού έμοιαζαν να συναγωνίζονται μεταξύ τους καθώς διέσχιζαν διαγώνια το, κουφωμένο με βρώμικο πλαστικό, παράθυρο του βαγονιού. Οι πόρτες άνοιξαν και οι άνθρωποι μπήκαν στο βαγόνι καλύπτοντας ασφυκτικά κάθε ελεύθερο σημείο του διεκδικώντας, με αδικαιολόγητη αγανάκτηση οι περισσότεροι, χώρο για τις παραγεμισμένες με χριστουγεννιάτικο πνεύμα τσάντες των εμπορικών καταστημάτων του κέντρου.

Ο Ισίδωρος περιεργάστηκε τα πρόσωπα γύρω του με άφθονο σαρκασμό.

Το κυνήγι του μονόκερου

Ζούσε κάποτε στο τελευταίο σπίτι ενός χωριού μια γυναίκα χήρα που είχε μια μονάκριβη κόρη. Μα όσο όμορφη ήταν η κόρη της άλλο τόσο φτωχή ήταν η ίδια και δεν ήλπιζε να την παντρέψει γρήγορα. Έφτασε ο καιρός όμως που το ψωμί έλειψε και οι δυο γυναίκες έβραζαν ρίζες και βρύα για να μην πέφτουν για ύπνο νηστικές. Μην αντέχοντας άλλο αυτή τη κατάσταση η κοπέλα είπε μια μέρα στη μάνα της:

Ο ψαράς του φεγγαριού

Αν τύχει κάποιος να περάσει βράδυ με φεγγάρι από κάποιο λόφο, τότε- αν είναι από αυτούς που ξέρουν να βλέπουν πέρα από τα συνηθισμένα- θα δει εκεί να κάθεται ένα πλάσμα που κρατώντας ένα καλάμι ψαρέματος θ’ ατενίζει με λυπημένο ύφος το πρόσωπο του φεγγαριού. Κάπου κάπου μπορεί να του ξεφύγει κανένας αναστεναγμός. Ποιος είναι κι από έρχεται; Θα σας το πω αμέσως…

Το μαχαίρι των Ξωτικών

Μια ιστορία αρχαία λέει , πως στα πολύ παλιά χρόνια όλα τα δέντρα έριχναν τα φύλλα τους,  δεν υπήρχαν δηλαδή αυτά τα δέντρα που σήμερα ονομάζουμε αειθαλή. Όμως σ’ έναν τόπο πέρα από δυο θάλασσες υπήρχε κάποτε ένα δέντρο που ποτέ δεν έριχνε τα φύλλα του. Στεκόταν πάντα φουντωτό και καταπράσινο στη μέση ενός τεράστιου δάσους και πάνω στο κορμό του υπήρχε μια κουφάλα, σαν πορτούλα. Αυτή τη πορτούλα όσοι έμεναν στο χωριό έξω απ’ το δάσος την έλεγαν η Πόρτα των Ξωτικών γιατί από εκεί έβλεπαν πολλά βράδια να βγαίνουν περίεργες λάμψεις, ν’ ακούγονται κρότοι και μουσικές παράξενες.

The Emerald Blade

The man stood for a long time on the top of the bare hill, his dark gaze following the last dying light of the day. The first star soon appeared on the purple horizon.

Βραχωρίτικοι Θρύλοι: Τ' άλογο του Άη Γιάννη

 

Στα μέρη που στέκει ομορφοκαμωμένο και κάτασπρο το ξωκλήσι του Άη-Γιάννη του Ρηγανά, ζούσε πριν κάποια χρόνια ένας χωρικός, ο Α. που άλλον δεν είχε στον κόσμο παρά το μικρό του αμπέλι κι ένα πουλάρι άσπρο, το Νεφέρι που το αγαπούσε σαν παιδί του.

 Πλάι στο καλύβι, του 'χε φτιάξει από δυο σανίδια ένα παχνί στενό και κάθε πρωί το έβγαζε και το πήγαινε να βοσκήσει πλάι στο ποτάμι την Ερμίτσα…Έπειτα τραβούσε για το αμπέλι του. Τσάπιζε, μπόλιαζε και χαιρόταν τα όμορφα στρουφιχτά κλαράκια των αμπελόδεντρων και καμάρωνε τα μπουμπούκια της αγουρίδας. Σαν μεσημέριαζε, έτρωγε λίγο ψωμοτύρι και ξαπόσταζε στο ίσκιο μιας γριάς ελιάς που 'στεκε σε κείνο το χωράφι χρόνια αμέτρητα.

Ένα μεσημέρι λοιπόν, ζαλισμένος από το κάματο και τη ζέστη, έκατσε στον ίσκιο της αγριλιάς, όταν ξάφνου άκουσε από κάπου μακριά φωνές, σαν κάποιος να ζητούσε βοήθεια. Στην αρχή νόμισε πως ο αέρας που περνούσε μέσα από τις καλαμιές της ακροποταμιάς μα σαν στήλωσε αυτί, κατάλαβε φωνή γυναικεία και αναγκεμένη. Σηκώθηκε, πήρε την αγκλίτσα του και κίνησε κατά κει. Τι να δει! Πλάι στο δασωμένο μονοπάτι που έβγαζε στην Ερμίτσα, μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά, κυλιόταν στο χώμα και θρηνούσε και ξερίζωνε τα μαλλιά της μέσα στον καημό της. Σαν τον κατάλαβε, σταμάτησε και τον κοίταξε πικραμένη. Είχε όμορφα μάτια, κίτρινα και όλο γλύκα σαν τη σουλτανίνα και κάτι μαλλιά, μακριά πλεγμένα σε δυο χοντρές κοτσίδες φιδογυριστές, με γαλάζιες κορδέλες. Τα ρούχα της μοιάζαν ξενικά.

«Γιατί κυρά μου κλαις και χτυπάς το χώμα; Μην σου λείπει κάτι; Μην έχασες κάποιον εδικόνε σου;», τη ρώτησε. Τόσο γλυκιά και όμορφη του φαινόταν εκείνη η αρχόντισσα που την πόνεσε.

Κείνη τον κοίταξε με τα ξωτικά της μάτια και του ‘πε:

«Πολύ με πίκραναν οι άνθρωποι. Κι εγώ έπεσα στο λάθος κι αγάπησα έναν από σας. Αλίμονο, δεν μου καιγόταν η καρδιά μου στα τρίσβαθα της πυροστιάς πριν δεχτώ και να γίνω δική του. Πριν ένα χρόνο τέτοια μέρα τον αντάμωσα εδώ, νύχτα με ολόγιομο φεγγάρι. Είδε το μαντήλι μου που χρύσωνε στο φως του. Πετάχτηκε με άρπαξε. Σκορπίσαν οι αδερφές μου από φόβο. Με έβαλε να ζω σε ένα χαμοκάλυβο εκεί απέναντι όχι πολύ κοντά στο χωριό. Δε μπορούσα μήτε πίσω να γυρίσω, μήτε να πάω στους ανθρώπους. Μου ‘χε κρυμμένο το μαντίλι μου. Τον παρακάλεσα, σύρθηκα, έκλαψα. Τίποτα εκείνος. Σαν κατάλαβε πως είχα παιδί μέσα μου δεν ξαναπάτησε στο καλύβι μας, μόνο μου έστελνε καλάθια με τα χρειαζούμενα. Μόνη έμεινα. Τα νεραϊδικά δεν με πλησίαζαν, είχα γίνει ένα με τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι δεν με κοίταζαν, ήμουν στοιχειό και πλάνεμα γι’ αυτούς. Έμενα εδώ μέχρι που γέννησα τώρα που με βρήκες το παιδί του. Μα είναι νεραϊδοπαίδι κι αέρας εδώ το του πνίγει τα πνευμόνια και χτίκιασε», είπε ανάμεσα στο κλάμα της.

Ο γέρος την άκουγε με πίκρα. Κοιτούσε μια εκείνη και μια το μικρό φάσκιωμα που είχε δίπλα της μέσα σ’ ένα καλάθι από πλεγμένες καλαμιές και την συμπόνεσε. Τον πόνο του γονιού ποτές δεν τον είχε νιώσει μα τώρα του φάνηκε σαν μαχαίρι που του περνούσε τα σωθικά.

«Πες μου κυρά μου τι μπορώ να κάνω για σένα και θα το κάμω αμέσως!».

Η λευκοντυμένη τον κοίταξε ως τα κατάβαθα της ψυχής του κι είπε:

«Ένα λευκό άλογο, βρες μου να έχεις την ευχή μου!. Απόψε με το φεγγάρι θα ανταμώσω τις αδερφές μου, δω στην όχθη του ποταμού και θα πέσω στα πόδια τους. Κει που ζούμε εμείς τα λευκά άλογα σημαίνουν καλοσημαδιά και ευλογία. Τρέχουν λένε μέσα στον Κήπο της Ζωής και ζουν αιώνια σαν τα βουνά, πίνουν απ’ τις πηγές του. Βρες μου ένα άσπρο άλογο να το καβαλήσω με το παιδί μου, να γυρίσω πίσω κι όσες είναι οι μέρες σου τόσα καλά θα βρίσκεις για κάθε μια από αυτές από μένα!».

Ο Α. συλλογίστηκε για λίγο. Τι να κάμει μπροστά σε τέτοια συφορά;! Τον πήραν τα δάκρια για το νιογέννητο που έλιωνε μέσα στις φασκιές του. Λευκό άλογο, άλλο από το δικό του δε βρισκόταν! Να δώσει το Νεφέρι όμως;! Το άλογο, το καμάρι του. Μάτωνε η καρδιά του πέρα για πέρα. Η γυναίκα τον κοίταξε γλυκά, σαν να διάβασε τον πόνο του και του χαμογέλασε.

«Πάει στο καλό!», έφτυσε και πήγε να φέρει το άλογο από το ποτάμι. Το χάιδεψε του μίλησε γλυκά κι έπειτα έδωκε την τριχιά της γυναίκας. Εκείνη το κοίταξε στα μάτια κι αυτό την ακολούθησε μέχρι το ποτάμι. Ο γέρος τους είδε να φτάνουν στην όχθη κι εκεί τους περίμεναν κι άλλες αρχοντοντυμένες κυράδες, η μια πιο όμορφη από την άλλη. Έβαλαν τη μάνα με το μωρό να κάτσουν πάνω στ’ άλογο κι όπως άπλωσαν τα χέρια τους κατά τον ουρανό, Παναγίτσα μου τι ήταν τούτο;! Πήραν να πετάνε πάνω στον ουρανό και το Νεφέρι πατούσε λες πάνω στα άτρα! Έπειτα χάθηκαν όλοι μέσα στην ατροφεγγιά…

Μέρες πέρασαν κι η ανεράιδα δε λησμόνησε το τάξιμο της. Κάθε μέρα ο Α. έβρισκε μέσα τη νερό-στάμνα του γεμάτη χρυσές λίρες. Αγόρασε χωράφια, ευεργετούσε τα ορφανά, έφτιαξε ξωκκλήσια μα η πίκρα του για το χαμένο του άλογο δεν έλεγε να σβήσει κι απόφαση δεν έπαιρνε να πάρει άλλο. «Νεφέρι ένα ήταν, κι αυτό πάει πέταξε!», έλεγε και ξανάλεγε.

Ξημέρωσε η γιορτή τ’ Άη Γιαννιού, έβαλε τα καλά του και κίνησε για την εκκλησία. Κόσμος πολύς από τα πέρα χωριά, έφτανε να προσκυνήσει τη χάρη του. Σαν έκανε κι ο Α. να μπει στην εκκλησία ακούει πίσω του λαλιά αλόγου! Μπα σε καλώ σου και ξαμοράθηκες, είπε στον εαυτό του. Μα να σου πάλι τ’ άλογο που λαλεί χαρούμενο! Γυρίζει και τι να ειδεί;! Το Νεφέρι έστεκε κει χρυσοστόλιστο, με λουλουδιαστά γιορντάνια γύρω από το λαιμό του και μαλαματένια χάμουρα! Σαν το είδε το άλογο, χούμηξε ευχαριστημένο κι έχωσε την κεφάλα του στα χέρια του γέρου. Εκείνος το καβάλησε και μαζί γύρισαν πίσω. Από τότε κάθε χρόνο πήγαιναν μαζί στο πανηγύρι τ΄Άη Γιάννη ολοστόλιστοι για να ευχαριστήσουν τη χάρη κείνης της τρανής αρχόντισσας, καλή της ώρα κει που ‘ναι!