Ιστορίες

Βραχωρίτικοι Θρύλοι: Τ' άλογο του Άη Γιάννη

Βραχωρίτικοι Θρύλοι: Τ' άλογο του Άη Γιάννη

 

Στα μέρη που στέκει ομορφοκαμωμένο και κάτασπρο το ξωκλήσι του Άη-Γιάννη του Ρηγανά, ζούσε πριν κάποια χρόνια ένας χωρικός, ο Α. που άλλον δεν είχε στον κόσμο παρά το μικρό του αμπέλι κι ένα πουλάρι άσπρο, το Νεφέρι που το αγαπούσε σαν παιδί του.

 Πλάι στο καλύβι, του 'χε φτιάξει από δυο σανίδια ένα παχνί στενό και κάθε πρωί το έβγαζε και το πήγαινε να βοσκήσει πλάι στο ποτάμι την Ερμίτσα…Έπειτα τραβούσε για το αμπέλι του. Τσάπιζε, μπόλιαζε και χαιρόταν τα όμορφα στρουφιχτά κλαράκια των αμπελόδεντρων και καμάρωνε τα μπουμπούκια της αγουρίδας. Σαν μεσημέριαζε, έτρωγε λίγο ψωμοτύρι και ξαπόσταζε στο ίσκιο μιας γριάς ελιάς που 'στεκε σε κείνο το χωράφι χρόνια αμέτρητα.

Ένα μεσημέρι λοιπόν, ζαλισμένος από το κάματο και τη ζέστη, έκατσε στον ίσκιο της αγριλιάς, όταν ξάφνου άκουσε από κάπου μακριά φωνές, σαν κάποιος να ζητούσε βοήθεια. Στην αρχή νόμισε πως ο αέρας που περνούσε μέσα από τις καλαμιές της ακροποταμιάς μα σαν στήλωσε αυτί, κατάλαβε φωνή γυναικεία και αναγκεμένη. Σηκώθηκε, πήρε την αγκλίτσα του και κίνησε κατά κει. Τι να δει! Πλάι στο δασωμένο μονοπάτι που έβγαζε στην Ερμίτσα, μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά, κυλιόταν στο χώμα και θρηνούσε και ξερίζωνε τα μαλλιά της μέσα στον καημό της. Σαν τον κατάλαβε, σταμάτησε και τον κοίταξε πικραμένη. Είχε όμορφα μάτια, κίτρινα και όλο γλύκα σαν τη σουλτανίνα και κάτι μαλλιά, μακριά πλεγμένα σε δυο χοντρές κοτσίδες φιδογυριστές, με γαλάζιες κορδέλες. Τα ρούχα της μοιάζαν ξενικά.

«Γιατί κυρά μου κλαις και χτυπάς το χώμα; Μην σου λείπει κάτι; Μην έχασες κάποιον εδικόνε σου;», τη ρώτησε. Τόσο γλυκιά και όμορφη του φαινόταν εκείνη η αρχόντισσα που την πόνεσε.

Κείνη τον κοίταξε με τα ξωτικά της μάτια και του ‘πε:

«Πολύ με πίκραναν οι άνθρωποι. Κι εγώ έπεσα στο λάθος κι αγάπησα έναν από σας. Αλίμονο, δεν μου καιγόταν η καρδιά μου στα τρίσβαθα της πυροστιάς πριν δεχτώ και να γίνω δική του. Πριν ένα χρόνο τέτοια μέρα τον αντάμωσα εδώ, νύχτα με ολόγιομο φεγγάρι. Είδε το μαντήλι μου που χρύσωνε στο φως του. Πετάχτηκε με άρπαξε. Σκορπίσαν οι αδερφές μου από φόβο. Με έβαλε να ζω σε ένα χαμοκάλυβο εκεί απέναντι όχι πολύ κοντά στο χωριό. Δε μπορούσα μήτε πίσω να γυρίσω, μήτε να πάω στους ανθρώπους. Μου ‘χε κρυμμένο το μαντίλι μου. Τον παρακάλεσα, σύρθηκα, έκλαψα. Τίποτα εκείνος. Σαν κατάλαβε πως είχα παιδί μέσα μου δεν ξαναπάτησε στο καλύβι μας, μόνο μου έστελνε καλάθια με τα χρειαζούμενα. Μόνη έμεινα. Τα νεραϊδικά δεν με πλησίαζαν, είχα γίνει ένα με τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι δεν με κοίταζαν, ήμουν στοιχειό και πλάνεμα γι’ αυτούς. Έμενα εδώ μέχρι που γέννησα τώρα που με βρήκες το παιδί του. Μα είναι νεραϊδοπαίδι κι αέρας εδώ το του πνίγει τα πνευμόνια και χτίκιασε», είπε ανάμεσα στο κλάμα της.

Ο γέρος την άκουγε με πίκρα. Κοιτούσε μια εκείνη και μια το μικρό φάσκιωμα που είχε δίπλα της μέσα σ’ ένα καλάθι από πλεγμένες καλαμιές και την συμπόνεσε. Τον πόνο του γονιού ποτές δεν τον είχε νιώσει μα τώρα του φάνηκε σαν μαχαίρι που του περνούσε τα σωθικά.

«Πες μου κυρά μου τι μπορώ να κάνω για σένα και θα το κάμω αμέσως!».

Η λευκοντυμένη τον κοίταξε ως τα κατάβαθα της ψυχής του κι είπε:

«Ένα λευκό άλογο, βρες μου να έχεις την ευχή μου!. Απόψε με το φεγγάρι θα ανταμώσω τις αδερφές μου, δω στην όχθη του ποταμού και θα πέσω στα πόδια τους. Κει που ζούμε εμείς τα λευκά άλογα σημαίνουν καλοσημαδιά και ευλογία. Τρέχουν λένε μέσα στον Κήπο της Ζωής και ζουν αιώνια σαν τα βουνά, πίνουν απ’ τις πηγές του. Βρες μου ένα άσπρο άλογο να το καβαλήσω με το παιδί μου, να γυρίσω πίσω κι όσες είναι οι μέρες σου τόσα καλά θα βρίσκεις για κάθε μια από αυτές από μένα!».

Ο Α. συλλογίστηκε για λίγο. Τι να κάμει μπροστά σε τέτοια συφορά;! Τον πήραν τα δάκρια για το νιογέννητο που έλιωνε μέσα στις φασκιές του. Λευκό άλογο, άλλο από το δικό του δε βρισκόταν! Να δώσει το Νεφέρι όμως;! Το άλογο, το καμάρι του. Μάτωνε η καρδιά του πέρα για πέρα. Η γυναίκα τον κοίταξε γλυκά, σαν να διάβασε τον πόνο του και του χαμογέλασε.

«Πάει στο καλό!», έφτυσε και πήγε να φέρει το άλογο από το ποτάμι. Το χάιδεψε του μίλησε γλυκά κι έπειτα έδωκε την τριχιά της γυναίκας. Εκείνη το κοίταξε στα μάτια κι αυτό την ακολούθησε μέχρι το ποτάμι. Ο γέρος τους είδε να φτάνουν στην όχθη κι εκεί τους περίμεναν κι άλλες αρχοντοντυμένες κυράδες, η μια πιο όμορφη από την άλλη. Έβαλαν τη μάνα με το μωρό να κάτσουν πάνω στ’ άλογο κι όπως άπλωσαν τα χέρια τους κατά τον ουρανό, Παναγίτσα μου τι ήταν τούτο;! Πήραν να πετάνε πάνω στον ουρανό και το Νεφέρι πατούσε λες πάνω στα άτρα! Έπειτα χάθηκαν όλοι μέσα στην ατροφεγγιά…

Μέρες πέρασαν κι η ανεράιδα δε λησμόνησε το τάξιμο της. Κάθε μέρα ο Α. έβρισκε μέσα τη νερό-στάμνα του γεμάτη χρυσές λίρες. Αγόρασε χωράφια, ευεργετούσε τα ορφανά, έφτιαξε ξωκκλήσια μα η πίκρα του για το χαμένο του άλογο δεν έλεγε να σβήσει κι απόφαση δεν έπαιρνε να πάρει άλλο. «Νεφέρι ένα ήταν, κι αυτό πάει πέταξε!», έλεγε και ξανάλεγε.

Ξημέρωσε η γιορτή τ’ Άη Γιαννιού, έβαλε τα καλά του και κίνησε για την εκκλησία. Κόσμος πολύς από τα πέρα χωριά, έφτανε να προσκυνήσει τη χάρη του. Σαν έκανε κι ο Α. να μπει στην εκκλησία ακούει πίσω του λαλιά αλόγου! Μπα σε καλώ σου και ξαμοράθηκες, είπε στον εαυτό του. Μα να σου πάλι τ’ άλογο που λαλεί χαρούμενο! Γυρίζει και τι να ειδεί;! Το Νεφέρι έστεκε κει χρυσοστόλιστο, με λουλουδιαστά γιορντάνια γύρω από το λαιμό του και μαλαματένια χάμουρα! Σαν το είδε το άλογο, χούμηξε ευχαριστημένο κι έχωσε την κεφάλα του στα χέρια του γέρου. Εκείνος το καβάλησε και μαζί γύρισαν πίσω. Από τότε κάθε χρόνο πήγαιναν μαζί στο πανηγύρι τ΄Άη Γιάννη ολοστόλιστοι για να ευχαριστήσουν τη χάρη κείνης της τρανής αρχόντισσας, καλή της ώρα κει που ‘ναι!

 

 

Related Articles