Ιστορίες

Το κυνήγι του μονόκερου

Το κυνήγι του μονόκερου

Ζούσε κάποτε στο τελευταίο σπίτι ενός χωριού μια γυναίκα χήρα που είχε μια μονάκριβη κόρη. Μα όσο όμορφη ήταν η κόρη της άλλο τόσο φτωχή ήταν η ίδια και δεν ήλπιζε να την παντρέψει γρήγορα. Έφτασε ο καιρός όμως που το ψωμί έλειψε και οι δυο γυναίκες έβραζαν ρίζες και βρύα για να μην πέφτουν για ύπνο νηστικές. Μην αντέχοντας άλλο αυτή τη κατάσταση η κοπέλα είπε μια μέρα στη μάνα της:

«Μάνα δεν μπορώ άλλο τη πείνα. Ακόμα και οι δούλοι στο πέρα βασίλειο τρώνε πριν πλαγιάσουν ένα ξεροκόμματο. Τώρα που πλησιάζει ο θερισμός θα τραβήξω κατά κει, όλο και κάποιος θα χρειάζεται ένα ζευγάρι χέρια παραπάνω». Η μάνα έκανε να της φέρει αντίρρηση μα βλέποντας την κατάσταση τους δεν είπε τίποτα, μόνο σηκώθηκε νωρίς το άλλο πρωί της έβαλε μέσα σ’ ένα δέμα ένα παξιμάδι κι ένα μήλο ζαρωμένο και τη ξεπροβόδισε.

Εκείνη περπατούσε γρήγορα για να μην τη βρει το βράδυ, μα οι σκιές μεγάλωσαν γοργά και η νύχτα την πρόλαβε καταμεσής του δάσους. Μέσα στη σιωπηλή σκοτεινιά, βρήκε ένα μεγάλο δέντρο που τα κλαδιά του ήταν χοντρά και στέρεα και μπορούσαν ν’ αντέξουν το βάρος ενός ανθρώπου. Γιατί βλέπετε σκεφτόταν πως νύχτα καταμεσής του δάσους μπορεί να συναντούσε κάθε λογίς πλάσματα που μπορούσαν να τη βλάψουν κι ότι πάνω στο δέντρο θα έβρισκε καταφύγιο. Βάλθηκε να σκαρφαλώνει και δεν είχε φτάσει ούτε στα μισά όταν από εκεί που είχε βρεθεί είδε ένα μικρούτσικο φωτάκι, ν’ αντιφεγγίζει πάνω στο μενεξεδί πρόσωπο της ερημιάς γύρω της. «Λες να ‘ναι κανένας άνθρωπος εκεί; Να ‘χει θέση πλάι στη φωτιά του και για μένα;», είπε.

Ακολούθησε το φως. Στην άκρη ενός ρέματος έστεκε μια καλύβα πέτρινη. Χτύπησε και τη πόρτα άνοιξε μια γριά. «Θειά» της είπε το κορίτσι, «είμαι από δρόμο μπορώ να μείνω εδώ; Δεν θέλω τίποτα μόνο να γύρω κοντά στη φωτιά και το πρωί θα σ’ αφήσω». «Πέρνα κόρη μου», είπε η γυναίκα, μα πριν προλάβει το κορίτσι να σταθεί έπεσε πάνω της και της άρπαξε τα χέρια με μια δύναμη αταίριαστη για την ηλικία της. Την έδεσε χειροπόδαρα κι έπειτα έκατσε δίπλα και σκάλισε τη φωτιά. Η κοπέλα πάλευε να λυθεί κι έκανε να φωνάξει: «τι κάνεις παλιόγρια άσε με να φύγω!». Μα πριν ανοίξει το στόμα της  άκουσαν χτύπο στη πόρτα και στο κατώφλι φάνηκαν τέσσερις άντρες. Ήταν κουρελήδες και βρώμικοι και βαστούσαν μαχαίρια. «Αυτή ήρθε απόψε, βιαστείτε να προλάβετε το φεγγάρι», είπε η γριά κι έδειξε το κορίτσι κι οι άντρες γέλασαν με τα κούφια στόματα τους , ένας είπε: « Μη νοιάζεσαι γριά και θα ‘χεις σε λίγο θα τρως με χρυσαφιά μασέλα. Μόνο να μην είναι πειραγμένη ετούτη δω.» κι η γριά απάντησε: « Δεν είναι πειραγμένη, δες τα μάτια της, σαν των παιδιών είναι άφοβα.» Κι ακούγοντας τα λόγια αυτά οι άντρες πήραν τη κοπέλα. Ανέβηκαν σε άλογα μα για πού πήγαιναν ,εκείνη δεν έβλεπε μόνο τον αέρα ένιωθε μέσα στα ρούχα της. Όταν σταμάτησαν ήταν στη μέση ενός ξέφωτου. Υπήρχε μια πέτρα πλατιά σαν τραπέζι. Άσπρη, κάτω από το φεγγάρι. Κι εκεί την έβαλαν να κάτσει κι έκοψαν τα σχοινιά που κρατούσαν τα χέρια της δεμένα. Άκουσε τους άντρες να μιλάνε κάπου κρυμμένοι πίσω της στη σκοτεινιά. Κάτι για ένα κέρατο κι έναν άρχοντα που φοβόταν μήπως τον φαρμακώσουν και για χρυσάφι και μαλάματα που έταζε σε όποιον του το πήγαινε. Γιατί αυτό ήταν μαγικό λέγαν κι όποιος το είχε δεν φοβόταν ούτε αρρώστια, ούτε θάνατο.  Έπειτα κι εκείνοι σιώπησαν και το κορίτσι έστεκε κάτω από το φως και περίμενε. Και περίμενε… κι όταν η σιωπή βάθυνε κι άλλο όπως όταν πλησιάζει η χαραυγή κι όλα στέκουν ακίνητα κι ακόμα κι ο χρόνος σταματά, είδε μέσα από τα δέντρα να πλησιάζει η λευκή μορφή. Απαλό ήταν το πάτημα του ζώου, τόσο απαλό που ούτε το χλωρό χορτάρι δε λύγιζε κάτω από τα πόδια του. Κι ο χρόνος κι οι άνθρωποι, τα ζώα και τα δέντρα ρίγησαν κι οι ψυχές τους σκίρτησαν μπροστά στην όψη του μονόκερου που ήταν λευκότερος κι από το πρώτο κρίνο στο απάτητο χιόνι. Κι η σιγαλιά τον έντυνε σαν ασημένια αχλή. Το κορίτσι άφησε δυο δάκρυα να κυλήσουν από τα μάτια της γιατί τώρα είχε καταλάβει τον σκοπό των κυνηγών, που περίμεναν πίσω στα σκοτάδια με τα όπλα τους τα διψασμένα για το αθώο αίμα. Κι έκλαψε για την αγριότητα που κουβαλούσε η ψυχή των ανθρώπων. Ο μονόκερος πλησίασε μια βελούδινη μουσούδα και μια βελούδινη παλάμη τη συνάντησε. Κι έκατσαν εκεί με το κεφάλι του ζώου ακουμπισμένο στην αγκαλιά του κοριτσιού. Και τα όνειρα τους τύλιξαν κι οι ασημένιες ακτίνες του φεγγαριού γλιστρούσαν ίδιες με φευγαλέα αερικά πάνω στο κέρατο και τα μάτια του μονόκερου και μέσα στη φαντασία της κόρης. Εκείνη τον χάιδευε και το νανούρισμα που άκουγε κάποτε στη κούνια της βγήκε από τα χείλη της και η σιωπή έσπασε.

Μα όταν είδαν οι άντρες πως ήρθε η ώρα βγήκαν από τις σκιές κι όρμησαν κατά πάνω τους. Έσπρωξαν το κορίτσι και κύκλωσαν το ζώο που με το κεφάλι κάτω και το κέρατο μπροστά έκανε να τους επιτεθεί. Και πλησίαζαν κι  οι ανάσες τους τον άγγιζαν. Το κορίτσι πετάχτηκε! Με γυμνά χέρια και με γυμνά δόντια έπεσε πάνω τους κι εκείνοι σάστισαν. Το ζώο ελευθερώθηκε και χίμηξε μπροστά με μια κραυγή. Ένας άντρας έπεσε στο χώμα κι η κοπέλα είδε αίμα ,να λάμπει στο φεγγαρόφωτο, άλικο πάνω στο κέρατο. Ο μονόκερος σηκώθηκε στα πίσω του πόδια κι η όψη του φάνταζε τόσο τρομερή που έλεγες ότι ακόμη και το ίδιο το σκοτάδι μέσα στην καρδιά της νύχτας τον φοβήθηκε και υποκλίθηκε μπροστά του όπως φοβήθηκαν και οι κυνηγοί και το έβαλαν στα πόδια.

 Το κορίτσι και το ζώο έμειναν μόνοι κι εκείνη πώς να του εξηγήσει τη θλίψη της. Και κοιτούσε τα μάτια του που μέσα τους έπλεαν η αθωότητα και η άμετρη αγάπη. Σκαρφάλωσε στη ράχη του κι εκείνο κάλπασε γοργά. Κανείς δεν τους ξαναείδε. Λένε όμως πως ακόμα τρέχουν οι δυο τους στα δάση ελεύθεροι, περιμένοντας τη μέρα που η αγάπη θα γίνει και στις δικές μας καρδιές άμετρη…

 

Related Articles

Δωδεκαήμερο μέρος 2ο

The Emerald Blade

The Emerald Blade