Ιστορίες

Δωδεκαήμερο μέρος 2ο

«Α το κουτί αυτό ήταν του παππούλη σου», είπε κάπως αδύναμα η γιαγιά του ακολουθώντας με το βλέμμα της το δικό του. Ο χαμός του παππού δεν κατάφερε να της στερήσει ούτε στο ελάχιστο την αξιοπρέπεια και τη θέληση της για ζωή. Όπως έλεγε κι εκείνη πάντα, τι να κάνεις αφού έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Δεν τα βάζεις με το Χάρο, τα βάζεις; Και με αυτή τη μοιρολατρική αλλά γεμάτη κρυφή σοφία φράση απάλυνε κι εκείνη τον πόνο που της προκαλούσε η απουσία. «Κάνε μου μια χάρη μωρέ σπαρτάρα μου, αφού καθόμαστε εδώ καλά και όμορφα. Να σου φέρω λίγο νέφτι από την αποθήκη να συγυρίσεις λίγο αυτά τα παλιά εργαλεία, μπας και τα πουλήσω αύριο μεθαύριο στον Πάνο; Ξέρεις αυτόν που έχει το σιδηρουργείο; Άντε να σε χαρώ!», πρόσθεσε απαντώντας χαρούμενα στο καταφατικό νεύμα του Ισίδωρου.

 

Ο ίδιος σκέφτηκε πως σίγουρα θα ήταν ένας καλός τρόπος για να περάσουν οι ατελείωτες ώρες που μεσολαβούσαν μέχρι κάποια ανέλπιστη αποκατάσταση της βλάβης στο ηλεκτρικό ή μέχρι την επιστροφή των γονιών του. Η κυρά Μαρκέλλα έφερε το νέφτι, ένα κουρέλι και ένα ζευγάρι γάντια κηπουρικής και τ’ ακούμπησε μπροστά του. Ο Ισίδωρος ξεκόλλησε το καπάκι από το κουτί με το νέφτι μορφάζοντας απότομα όταν το χτύπησε στα ρουθούνια η οξεία μυρωδιά του κι έπειτα φόρεσε τα γάντια. «Ίδιος ο παππούλης του Παναϊα μου!» Αναφώνησε με φωνή γεμάτη νοσταλγία η ηλικιωμένη φιγούρα και πήγε μέχρι την πόρτα της κουζίνας κι αφού έριξε ένα τρυφερό βλέμμα πάνω από τον ώμο της μπήκε μέσα βιαστικά. Όσο ο Ισίδωρος προσπαθούσε να καθαρίσει τη σκουριά από τα παμπάλαια εργαλεία, την άκουγε που και που να ψιθυρίζει κάτι για ένα χαμένο καπάκι κατσαρόλας ή για τη ζύμη που δεν έγινε πολύ σφιχτή αλλά δεν πειράζει γιατί στο γιό της έτσι άρεσε ή για τη γάτα που είχε να τη δει από το πρωϊ. Εκείνος χαμογέλασε αχνά και βάλθηκε να τρίβει με μανία, που τελικά μετατράπηκε σε μίσος, ένα παλιό κατσαβίδι. Όταν έμεινε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα κι αφού τα γάντια και τα μπράτσα του είχαν γεμίσει με νέφτι το άφησε στην άκρη και σήκωσε ένα σφυρί με μισοφαγωμένη κεφαλή. H λαβή του είχε χαραγμένα τα αρχικά του προκατόχου του. Σήκωσε βαριεστημένα το ποτισμένο με νέφτι πανί όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε πως ο ασβεστωμένος τοίχος απέναντι του έμοιαζε πιο φωτεινός και γύρισε προς το παράθυρο. Η βροχή είχε σταματήσει και το φως του ήλιου έπεφτε πάνω σε όσες σταγόνες δεν είχαν προλάβει να στεγνώσουν πάνω στο τζάμι, σχηματίζοντας μικροσκοπικά ουράνια τόξα που κυλούσαν προς το κούφωμα.

Σε ένα δευτερόλεπτο είχε σηκωθεί. Πέταξε το σφυρί στη θήκη και το πανί στο τραπέζι, μπήκε στην κουζίνα και ανοίγοντας την πόρτα που έβγαζε στον κήπο φώναξε βιαστικά στη γιαγιά του που εκείνη την ώρα επιθεωρούσε μια σειρά από φρεσκοφυτεμένα μαρούλια: «Θα πάω μια βόλτα με το ποδήλατο μέχρι το ξωκλήσι γιαγιά δεν θ’ αργήσω!». Βγήκε στο δρόμο γρήγορα κάνοντας πεντάλ με όση δύναμη είχε ενώ ένα ελαφρύ αεράκι παρέσυρε τη φωνή της γιαγιάς του και το μόνο που κατάφερε ν’ ακούσει ήταν το «αργήσεις». Χασκογέλασε και σκέφτηκε πως δεν ήταν δύσκολο να κάνει τον συνειρμό και να προσθέσει στη φράση ένα «μην».

Έστριψε δεξιά προς τον χωμάτινο δρόμο που έβγαζε προς το παλιό εγκαταλελειμμένο ερημοκλήσι. Είχε κάνει αυτή τη διαδρομή αμέτρητες φορές, άλλοτε μόνος του αναζητώντας περιπέτειες κι άλλοτε με διάφορους φίλους από την περιοχή όταν δεν αισθανόταν πολύ γενναίος για ν’ αναζητήσει μόνος περιπέτειες. Λίγο πιο κάτω προσπέρασε με ταχύτητα μια μικρή στάνη και η ζεστή, γήινη μυρωδιά των ενοίκων της τον ακολούθησε μέχρι λίγο παρακάτω, προσπέρασε με επιδεξιότητα μερικές μεγάλες λακκούβες με νερό κι ένα μικρό ρυάκι που ξεχείλιζε από το λασπωμένο νερό της τελευταίας νεροποντής. Ο νοτισμένος αέρας τον αναζωογονούσε και πολλές χρωματιστές αναμνήσεις της παιδικότητας του ξεπήδησαν μέσα στη σκέψη του. Του άρεσε πολύ να εξερευνά αυτά τα μέρη και κάποτε λάτρευε τη γοητείας τους και το δέος που γεννούσαν μέσα στην ψυχή του. Τώρα όμως του φαινόταν πως όλα αποκαλύπτονταν μπροστά στα μάτια τους απογυμνωμένα από όλη αυτή την άλλοτε σίγουρη, γοητευτική φύση τους. Τα μάτια του υγράνθηκαν καθώς συνειδητοποιούσε πως είχε φτάσει στο σημείο να αναγνωρίσει πως η εύθραυστη αθωότητα του γλιστρούσε σαν καθαρό νερό από τον τρόπο σκέψης του, αφήνοντας πίσω της του μουσκεμένο, ακόμη αβέβαιο πάτημα της λογικής. «Μεγαλώνω; Έτσι είναι λοιπόν;», αναρωτήθηκε καθώς σηκώθηκε όρθιος τη στιγμή που το ποδήλατο του έφτανε στη βάση της μεγάλης ανηφόρας που έβγαζε στο εκκλησάκι. Ήταν ένα πολύ περίεργο μέρος. Στα δεξιά του πάνω στα βράχια έχασκαν πάνω στο βράχο δεκάδες μικροσκοπικές σπηλιές που του θύμιζαν τα λημέρια των δράκων, τις εισόδους των οποίων κάλυπτε χαμηλή βλάστηση. Μερικά πουλιά πετούσαν ανάμεσα στα κλαδιά των πουρναριών αναζητώντας κάποιο απρόσεκτο έντομο που συνάντησε το χαμό του μέσα στις σταγόνες της βροχής ή τσιμπώντας με τα μικροσκοπικά τους ράμφη τα βρεγμένα φύλλα. Από το βάθος ακούστηκε μια υπόκωφη βροντή και τα σύννεφα άρχισαν πάλι να πολιορκούν τον ήλιο. Ο Ισίδωρος έκανε πετάλι με όλη του τη δύναμη. Πέρασε μπροστά από ένα μικρό εκκλησάκι που σηματοδοτούσε τον άδοξο θάνατο κάποιου απρόσεκτου οδηγού χωρίς να δώσει σημασία στο αυστηρό βλέμμα του αγίου που τον κοίταζε μέσα από το θολό τζαμάκι και τελικά είδε να υψώνεται σιγά σιγά στην κορυφή της ανηφόρας ο πέτρινος τρούλος της μικρής εκκλησίας. Ακούμπησε το ποδήλατο στον πλαϊνό τοίχο ρίχνοντας μια ματιά στο εσωτερικό από το μικρό θολωτό παράθυρο. Ξαφνιάστηκε καθώς του φάνηκε ότι διέκρινε μέσα μια παρουσία. Πισωπάτησε αθόρυβα και κινήθηκε προς την είσοδο. Στον εξαιρετικά περιορισμένο χώρο του εσωτερικού της εκκλησίας πρόβαλε σαν κάτι αφύσικο η ψηλή, ισχνή σιλουέτα ενός άντρα. Ήταν ψηλός με ώμους που καμπούριαζαν για να χωρέσουν στο μικρό δωματιάκι και τα ρούχα του ήταν καθαρά αλλά κάπως φθαρμένα. Τα χέρια του άντρα έτρεμαν καθώς έβαζε λίγο λάδι σ’ ένα γυάλινο καντηλέρι. Λίγες σταγόνες έπεσαν πάνω στο πρασινισμένο από τη μούχλα τραπεζάκι που φιλοξενούσε την εικόνα του αγίου. Έπειτα έβαλε μέσα το φυτίλι και προσπάθησε ν’ ανάψει ένα σπίρτο μα απέτυχε. Το δεύτερο και το τρίτο σπίρτο έσπασαν επίσης μέσα στα νευρικά του δάχτυλα. «Θέλετε βοήθεια…», προσφέρθηκε ο Ισίδωρος μόνο για να το μετανιώσει λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Ο άντρας ξαφνιάστηκε τόσο πολύ που σχεδόν εκτοξεύτηκε προς το ταβάνι χτυπώντας το μέτωπο του. Κοίταξε τον Ισίδωρο σχεδόν πανικόβλητος και πρόσθεσε «ο…ο…όχι ευχαριστώ μόλις έφευγα», είπε και προχώρησε προς τον κατηφορικό δρόμο τρίβοντας το χτυπημένο του μέτωπο. Ο Ισίδωρος πρόσεξε ότι κούτσαινε λίγο από το αριστερό του πόδι.  Ξαφνικά σαν τα το μετάνιωσε ο άγνωστος έκανε μεταβολή και τον πλησίασε με γρήγορο βήμα. Τον κοίταξε κατάματα και ο Ισίδωρος περιεργάστηκε για αρκετά δευτερόλεπτα το πρόσωπο του. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα 30 με 35. Τα βαθουλωτά μάγουλα του έρχονταν σε αντίθεση με το πλατύ, στρογγυλό του μέτωπο στ’ αριστερά του οποίου προεξείχε τώρα ένα αχνό, μελανό καρούμπαλο. Τα χείλη του ήταν στενά και φανέρωναν άνθρωπο εξαιρετικά εγκρατή, ενώ τα μάτια του δεν μπορούσαν εύκολα να εστιάσουν σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Ο Ισίδωρος υπέθεσε ότι μάλλον υπέφερε από αστιγματισμό. Το πηγούνι του σκίαζαν κατά τόπους μικρές τούφες από γένια που έμοιαζαν σαν το αποτέλεσμα κάποιας αποτυχημένης σποράς, έτσι ασθενικές και αραιές που φύτρωναν.

Ο άντρας δεν μίλησε αμέσως κι έπειτα για λίγες μόνο στιγμές το φευγαλέο βλέμμα του κατάφερε να καρφωθεί σε αυτό του Ισίδωρου προτού ψελλίσει: «Να τους περιμένεις. Να περιμένεις κι εμένα όταν έρθουν. Κατάλαβες; Να είσαι έτοιμος να χτυπήσεις». Γύρισε αργά σαν να είχε εξαντλήσει όλα τα αποθέματα της δύναμης του σε αυτή την απλή δήλωση και πήρε κουτσαίνοντας τον κατήφορο, ακριβώς την ώρα που η βροχή ξανάρχιζε και ο Ισίδωρος καβαλούσε απορημένος τη σέλα του ποδηλάτου του. Όταν η σιλουέτα του άντρα χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, ο Ισίδωρος έμεινε να κοιτάζει το ασβεστωμένο εκκλησάκι με τα πολύχρωμα τζαμένια παραθυράκια. Η πόρτα ήταν ακόμη ανοιχτή και μπόρεσε να δει τα σπασμένα σπίρτα σκορπισμένα στο πάτωμα. Χωρίς να καταλάβει και ο ίδιος το γιατί, κατέβηκε από το ποδήλατο κι έσκυψε για να πιάσει ένα από αυτά. Το έσυρε στην πλαϊνή πλευρά του κουτιού από τα σπίρτα και είδε τη γαλάζια σπίθα να γίνεται πορτοκαλί πλησίασε το καντήλι και άναψε το φυτίλι. Η φλόγα τσιτσίρισε πάνω στο λαδωμένο σκοινί και μετά έμεινε ακίνητη. Για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου όλα έμοιαζαν να μένουν ακίνητα, ακόμα και οι σταγόνες της βροχής έμειναν μετέωρες σαν γινωμένες ρώγες σταφυλιού. Ο αέρας έγινε ασφυκτικά πυκνός κι ένιωθε σαν να εισπνέει έναν αραιωμένο, διάφανο χυλό. Κοίταξε τα χέρια του κι ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Μέσα στη γενικότερη ακινησία του φάνηκε πως μπορούσε ν’ ακούσει πεντακάθαρα ακόμη και τα βλέφαρα του που χώρισαν και ξαναενώθηκαν. Οι παλμοί της καρδιάς του έμοιαζαν να γεννιούνται μέσα από το παλλόμενο δέρμα ενός τυμπάνου που κάποιος χτυπούσε εκεί, δίπλα στο αυτί του.

Ξαφνικά, σαν να μην συνέβη τίποτα ο χρόνος πήρε πάλι την κανονική του πορεία κι οι χοντρές σταγόνες της βροχής έπεσαν με βία πάνω στο τζάμι και τον πέτρινο τρούλο. «Τι συνέβη μόλις τώρα;», ρώτησε απευθυνόμενος στην πολύχρωμη αντανάκλαση του εαυτού του που ξεχώριζε πάνω στο παράθυρο. Απρόθυμα ανέβηκε και πάλι στο ποδήλατο και κατηφόρισε μέχρι το δρόμο. Έστριψε δεξιά και είδε κάτι που στην αρχή νόμισε πως είναι απλά μέρος του βράχου. Όταν αυτό το κάτι κινήθηκε προς τον δρόμο κι o Ισίδωρος κόντεψε να πέσει από το ποδήλατο μόλις αντιλήφθηκε πως μπροστά του είχε και πάλι εκείνον τον περίεργο άντρα με το τρομακτικό βλέμμα. Τα ρούχα του ήταν γεμάτα σκούρες, υγρές πιτσίλες και τα γένια του έσταζαν. Δεν είπε τίποτα αλλά τον κοίταξε κάτω από τα βρεγμένα βλέφαρα του και τα μάτια του έμοιαζαν να επαναλαμβάνουν αυτό που του είχε πει πριν λίγο: «να περιμένεις». Ο Ισίδωρος δεν θυμόταν να είχε ποτέ καλύψει τόσο γρήγορα την απόσταση που χώριζε εκείνη την ερημική πλαγιά από το σπίτι της γιαγιά του.

Όταν έφτασε παράτησε το ποδήλατο πάνω στο φράχτη, μπήκε τρέχοντας στον κήπο και όρμισε μέσα στο σπίτι. «Ηγούυυ! Παιδάκι μου τι έπαθες, τι λαλείς (τρέχεις)* έτσι;», φώναξε έκπληκτη μόλις τον είδε η γιαγιά του που έτρεξε κοντά του γεμίζοντας τον αλεύρι. Η κουζίνα ήταν πλημμυρισμένη από το αναζωογονητικό, όξινο άρωμα των πορτοκαλιών κι ένα λαδωμένο ταψί περίμενε να υποδεχτεί την υγρή ζύμη που απλωνόταν αφράτη κάτω από έναν βιαστικά παρατημένο πλάστη. Το ρεύμα είχε αποκατασταθεί και το κίτρινο φως από το εσωτερικό της κουζίνας σχημάτιζε ένα μικρό, λαμπερό ορθογώνιο πάνω στο γκρίζο πάτωμα.

«Τι είναι; Μίλει βρε καλέ μου!», του είπε πάλι η κυρά Μαρκέλλα.

«Τι-τίποτα, να είδα κάποιον και φοβήθηκα. Εκεί πάνω στο εκκλησάκι. Έναν άντρα. Κουτσό», απάντησε ο Ισίδωρος προσπαθώντας ν’ αναπνεύσει κανονικά. Όταν ηρέμησε κάπως έκατσε σε μια καρέκλα δίπλα του και είπε: «Όταν έφτασα στο εκκλησάκι ήταν εκεί ένας άντρας. Ψηλός,  με περίεργο βλέμμα και μου είπε κάτι που δεν το κατάλαβα. Δεν κατάλαβα». Έξυσε το κεφάλι του και κοίταξε αμήχανα τη γυναίκα απέναντι του. «Δεν ξέρω πως τον λένε. Κούτσαινε από το ένα πόδι».

«Από ποιο πόδι κούτσαινε;», ρώτησε εκείνη και τα μάτια της φωτίστηκαν φευγαλέα από το ξύπνημα μιας ανάμνησης.

«Από το αριστερό», είπε ο Ισίδωρος γέρνοντας μπροστά καθώς κάτι του έλεγε ότι σύντομα θα μάθαινε κάτι περισσότερο για εκείνον τον άντρα.  

«Θα να ‘ταν τότε ο Βλάσσης, ο γιος της κυρά Ανδρομάχης», είπε με σιγουριά και βλέποντας το απορημένο βλέμμα του εγγονού της συμπλήρωσε, «εκείνης που σου έφερνε τα μαστιχάρια με πορτοκάλι κάθε Πάσχα».

«Α, ναι τώρα θυμάμαι. Εκείνη που τραγούδησε το μοιρολόι στην κηδεία του παππού», παρατήρησε ο Ισίδωρος.

«Δίκιο έχεις, αυτή είναι. Ήταν κι ο γιός της εκείνη την ημέρα στο νεκροταφείο και είναι περίεργο γιατί αυτός εδώ και καιρό δεν έβγαινε έξω από το σπίτι ούτε για να δει το κατώφλι. Από φόβο βλέπεις…», είπε η κυρά Μαρκέλα με αφηγηματική έμφαση.

«Από φόβο; Από φόβο για τι;», απόρησε ο Ισίδωρος.

«Μα για τον οξαποδώ σπαρτάρα μου. Τον τυραννούσε λένε, συνέχεια όταν ήταν μόνος στις ερημιές. Λένε κι άλλα πολλά. Μα πως και βγήκε από το σπίτι του τούτες τις μέρες;…», αναρωτήθηκε η κυρά Μαρκέλλα και το βλέμμα της ταξίδεψε πάνω στα μικρά διακοσμητικά πλακάκια που έλαμπαν κολλημένα πάνω στον τοίχο πίσω από το νεροχύτη. Τα ζωγραφισμένα στο χέρι μπουμπούκια που είχαν αποτυπωθεί πάνω τους, αιχμαλώτιζαν το φως κι έμοιαζαν με πολύχρωμα ζευγάρια μάτια.

«Γιατί τι έχουν ειδικά αυτές οι μέρες;», ρώτησε επιτακτικά ο Ισίδωρος.

Η γιαγιά του σηκώθηκε, ανασήκωσε ανήσυχη το κουρτινάκι του παραθύρου της κουζίνας και κοίταξε τον ουρανό. «Πολύ αργούν βρε παιδί μου, πολύ αργούν», μονολόγησε αναφερόμενη προφανώς στους γονείς του.

«Γιαγιά, τι έχουν αυτές οι μέρες;», επέμεινε εκείνος.

 Η γυναίκα κάθισε πάλι απέναντι του, αναστέναξε έκανε τρεις φορές το σταυρό της και είπε:

«Τούτες τις μέρες στον τόπο μας είπαμε βγαίνουν τα παγανά και χολιάζουν τους ανθρώπους. Σεις οι νέοι δεν τα πιστεύετε αυτά γιατί το μυαλό σας είναι τώρα γεμάτο γράμματα και δεν χωράει τίποτε άλλο. Εμείς οι παλιοί τα πιστεύουμε και τα φοβόμαστε αυτά γιατί τα έχουμε ζήσει. Μα και να μην τα πιστεύεις…α…δεν αργεί να σε βρει το κακό…Έτσι κι εκείνος δεν τα πίστευε. Ήταν κι αυτός πρώτος μαθητής βλέπεις και θα πήγαινε και στην Αθήνα να σπουδάσει κι άλλο. Δε σήκωνε κεφάλι από τα βιβλία, μόνο για να πάει με τη μάνα του καμιά βόλτα ως την πλατεία ή μέχρι την εκκλησία. Της φώναζε της κυρά Μάχης «τι τις θες τις κρεμμύδες μπρος στην πόρτα βρε μάνα, και το σιδερένιο το κλειδί πάνω από το τζάκι; Ο κόσμος προχώρησε», είπε η κυρά Μαρκέλλα μιμούμενη τον παθιασμένο τόνο ομιλίας του νέου. «Κι ήρθε εκείνο το απόγιομα και τ΄ άλλαξε όλα…».

«Γιατί, τι συνέβη;», ρώτησε ανυπόμονα ο Ισίδωρος.

«Ε τι συνέβη…τον βρήκε το κακό. Πήγαινε μοναχός του το δρόμο προς το Πυργί ένα απόγευμα, ήταν να καλή ώρα παραμονή Χριστουγέννων. Τι του ήρθε του αγαλιά (κακομοίρη)* και πήγαινε μόνος του τέτοια μέρα…πήγαινε λέει να φωτογραφίσει. Φτάνει που λες κι η ώρα και πέρασε ένα σταυροδρόμι και τότε τον βρήκαν εκείνοι οι αντίχριστοι… Δεν θυμόταν όταν τον βρήκαν πρώτα μα μετά τα είπε στη μάνα του κι η μάνα του μόνο σε μένα τα μολόγησε. Τους είδε να χορεύουν και να τρώνε, να τρώνε κάτι κρέατα σάπια με σκουλήκι μέσα τους…είχανε κλέψει και κάτι βαρέλες με κρασί ποιος ξέρει από πού και το είχαν χύσει στο δρόμο και το έγλυφαν από κάτω κι έζεχνε όλος ο δρόμος από το κιτρινιάρικο δέρμα τους και από τις βρωμιές που είχαν κάνει στις άκρες του δρόμους, τα κάτουρα τους και τα άλλα…καταλαβαίνεις…», είπε η γυναίκα ανεμίζοντας το χέρι μπροστά από τη μύτη της σα να προσπαθούσε να διαλύσει μια ανύπαρκτη δυσωδία. «Είχαν και κάποια γυναίκα μαζί τους αρπαγμένη και τη χαϊδολογούσαν. Δε μπόρεσε να ξεχωρίσει ποια γιατί την είχαν καταντήσει σε τέτοιο χάλι που δεν την καταλάβαινες, αλλά είπε από τις φωνές της πως μάλλον ήταν η φτωχή, η πεντάρφανη η Βασιλικούλα του συγχωρεμένου του κυρ-Ευτύχη. Παλιός φίλος του παππούλη σου να σου πω να καταλάβεις», συμπλήρωσε γρήγορα. «Δεν ήταν στα καλά της η άμοιρη, δεν είχε αρκετό μυαλό λένε για τόσο χρονών κοπέλα. Περπατούσε και μίλαγε μόνη της σαν παρμένη. Ο κοινοτάρχης είχε μιλήσει με κάποιον που δούλευε στο Σκυλίτσειο (κεντρικό νοσοκομείο της Χίου) κι είχε έναν γνωστό στην Αθήνα που δούλευε στο Δαφνί. Λέγανε μήπως την πάνε εκεί την Βασιλική γιατί πια δεν είχε κανέναν και γύριζε μέσα στους δρόμους ολομόναχη και πεινασμένη. Την αφήναμε να κοιμηθεί στο σπίτι μας που και που. Της είχα δώσει κι ένα παλιό φουστάνι μου να φορεί γιατί εκείνο που είχε ήταν σωστό κουρέλι…Όλοι τη συμπονάγαμε…», ολοκλήρωσε συγκινημένη. «Βρίσκεται εκεί που λες και κρατάει την ανάσα του να μην τον καταλάβουν. Μα έλα που βρέθηκε μπροστά σε μια πεσμένη καλαμιά κι όπως έκανε να βάλει τα πόδια του πάνω από τα καλάμια ένα του ξέφυγε και το πάτησε. Ώσπου να πάρει την επόμενη ανάσα τον χτύπησαν στο κεφάλι και μετά τον σώριαζαν κάτω στο δρόμο και τον δάγκωναν, κάποιος κατούρησε στο κεφάλι του…», είπε η γυναίκα αηδιασμένη. «Πλημμύρισε ο δρόμος από τα αίματα του. Μετά τον σήκωσαν και τον έπιασαν γερά και τον έβαλαν σ’ έναν κύκλο να χορεύει, σαν κούκλα τον έσερναν. Εκείνος τους φώναζε να τον αφήσουν, φώναζε βοήθεια μα κανείς δεν πέρναγε εκείνη την ώρα από κείθε, που να βρει τη βοήθεια…Τότε τον άφησαν να πέσει κάτω, δεν ξέρω γιατί μπορεί κάτι να άκουσαν, μπορεί να γύρισαν για να βασανίσουν κι άλλο το κακόμοιρο το κορίτσι. Τότε σηκώθηκε αργά-που βρήκε τη δύναμη Θεέ μου!-κι έψαξε μέσα στην τσέπη του μπουφάν. Είχε πάρει μαζί του ένα παλιό δώρο του πατέρα του, ένα φακό που στη μέση του είχε ένα μικρό σουγιαδάκι, κρυμμένο. Το έπαιρνε μαζί του πάντα να ‘ναι καλά. Σούρθηκε πάνω στη λάσπη μέχρι που έφτασε πίσω από έναν από δαύτους που καθόταν κι αποτελείωνε κάτι αποφάγια. Όπως έκανε ο καλιακάντζαρος να πετάξει το κόκκαλο που κρατσάνιζε, του πιάνει γερά το χέρι ο Βλάσσης και του μπήγει μέσα το λαμάκι από το σουγιά χωρίς να τον αφήσει από τα χέρια του. Τσίριζε το δαιμονικό μα εκείνος του έμπηγε πιο μέσα στο κρέας το μαχαίρι, μέχρι που ξαναμπίρντα (πάλι απ’ την αρχή)* ήρθαν οι άλλοι και τον άρπαξαν και του ξερίζωσαν τα μαλλιά και του έγδαραν το δέρμα μέχρι μέσα με τα νύχια τους, με κάτι παλιόξυλα που είχαν και με πέτρες και με ότι έβρισκαν. Εκείνος που του είχε πληγώσει το χέρι στεκόταν και προσπαθούσε να το δέσει με καλαμόφυλλα κι έγλειφε τα αίματα που έτρεχαν από το κόψιμο. Από ένα πετσί κρεμόταν το χέρι του είπε ο Βλάσσης της μάνας του. Λίγο ακόμη και θα έμενε εδώ με τους ανθρώπους το διαόλι», είπε συγχυσμένη.

«Ποιος θα έμενε με τους ανθρώπους;», ρώτησε γεμάτος ζωντανή περιέργεια ο Ισίδωρος.

«Μα δεν ξέρεις σπαρτάρα μου πως άμα ο καλικάντζαρος χάσει αίμα και σάρκα στο κόσμο μας, μένει στον κόσμο μας; Δεν γυρίζει πίσω με τους άλλους, αναγκάζεται και μένει εδώ και σαλαγιάζει (ησυχάζει)* και μοιάζει και με μας με τα χρόνια. Αλλά πάντα μέσα του κρύβει μια μαύρη κακία», είπε εκείνη και άγγιξε το γιακά του φορέματος της για να αισθανθεί το σχήμα του φυλαχτού της.

Ο Ισίδωρος ξεροκατάπιε, «και πως γλύτωσε ο Βλάσσης;».

Η κυρά Μαρκέλλα τον κοίταξε πολύ σοβαρά και είπε, «μα τον έσωσε ένα μικρό μπουκαλάκι αγιασμό που του είχε ζητήσει η μάνα του να της φέρει κι εκείνος το κουβαλούσε στη τσέπη του πουκαμίσου. Μόλις τον πέταξαν κάτω το μπουκαλάκι έσπασε και πότισε το πουκάμισο. Αυτοί πάνω στη λύσσα τους να τον ματώσουν του έβγαλαν το μπουφάν κι όταν μύρισαν το άγιο νερό τον παράτησαν κι άρχισαν να τρέχουν κατά την πλαγιά. Τελευταίος ξοπίσω τους πήγαινε εκείνος με το χτυπημένο χέρι και το αίμα του σα γλίτσα πηχτή έσταζε στο δρόμο. Μετά κατά το πρωϊ τον βρήκε ένας χωριανός που πήγαινε κατά τη στάνη του και φώναξε να τον πάνε στο νοσοκομείο. Τέσσερις μέρες έκανε να μιλήσει σε άνθρωπο, τέτοια τρομάρα είχε πάρει κι ένα απόγευμα που είχε κάπως συνέλθει τα ομολόγησε όλα στη μάνα του. Εκείνη στην αρχή νόμισε πως τον είχαν ληστέψει και τον είχαν παρατήσει κι όταν της είπε την αλήθεια δεν πίστευε όσα άκουγε…νόμισε πως ο καλός της τα είχε χαμένα από το ξύλο. Μα μετά όταν τα ξανάκουσε και τα ξανάκουσε κι έβλεπε το τρόμο στα μάτια του πείστηκε πια. Θα μου πεις μάνα του είναι, ότι και να της έλεγε θα τον πίστευε αργά ή γρήγορα», πρόσθεσε αβέβαια η ηλικιωμένη γυναίκα και κατόπιν αναρωτήθηκε: «Που να βρίσκονται οι δικοί σου; Ας δώσει ο μεγαλοδύναμος να μην έπαθαν τίποτα…».

Το κουδούνισμα του τηλεφώνου ήχησε σαν απάντηση στην ανήσυχη σκέψη της.

Τέλος 2ου μέρους

Related Articles

The Emerald Blade

The Emerald Blade