Ιστορίες

Δωδεκαήμερο μέρος 4ο

Του δάγκωσαν το χέρι. Σκούρο κόκκινο αίμα, το δικό του αίμα κυλούσε τώρα στο πάτωμα για να συναντήσει το λερό αίμα του καλικάντζαρου. Έπειτα τον χτύπησαν στο κεφάλι με κάτι βαρύ. «Τουλάχιστον έκανα ότι μπορούσα για να τη σώσω», αναλογίστηκε με δυσκολία καθώς οι σκέψεις του παρασύρονταν προς το λήθαργο της λιποθυμίας.  Ένας δυνατός κρότος που ακούστηκε από την πλευρά της κουζίνας τον επανέφερε κάπως. Οι καλικάντζαροι ήταν τόσο απασχολημένοι που δεν έδωσαν καμία σημασία στον απροσδόκητο ήχο για να το μετανιώσουν λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, όταν στο κατώφλι της πόρτας που ένωνε το δωμάτιο με την κουζίνα, εμφανίστηκε ο Βλάσσης. Στο χέρι του κρατούσε ένα γυάλινο μπουκαλάκι που περιείχε ένα διαφανές υγρό. Άνοιξε το καπάκι και εκτόξευσε με κοφτές κινήσεις το περιεχόμενο προς του καλικάντζαρους προτού εκείνοι προλάβουν ν’ αντιδράσουν.

 

Όταν το υγρό συναντούσε το δέρμα τους, εκείνο έβγαζε φουσκάλες σαν να πάθαινε κάποιο στιγμιαίο, μεγάλου βαθμού έγκαυμα. Τα ουρλιαχτά τους γέμισαν το χώρο καθώς στριμώχνονταν παραπατώντας και αναζητώντας απελπισμένοι το τζάκι με στόχο να το σκάσουν από την καμινάδα. Στην προσπάθεια τους να βιαστούν μερικοί από αυτούς παραπάτησαν και έπεσαν. Κάποιος μάλιστα σκόνταψε σε μια καρέκλα του τραπεζιού και σωριάστηκε κοντά του. Η φριχτή αποφορά από το καμένο του δέρμα τρύπησε τα ρουθούνια του Ισίδωρου και καθώς προσπάθησε το πλάσμα σηκωθεί το ένα από τα χέρια του, που κρεμόταν από την άκρη μιας μικρής λωρίδας σάρκας, αιωρήθηκε στον αέρα.

Ο Ισίδωρος κινήθηκε γρήγορα. Μέσα στην παλάμη του ένιωθε κολλημένη σχεδόν από το ξερό αίμα και τον ιδρώτα, τη λαβή του κατσαβιδιού. «Δεν θα μου ξεφύγεις πάλι σίχαμα!», φώναξε σχεδόν, ενώ με όση δύναμη είχε σύρθηκε προς το μέρος του πλάσματος και το τράβηξε προς το πάτωμα. Εκείνο προσπάθησε να ξεφύγει δαγκώνοντας τον στον ώμο κι ο Ισίδωρος ένιωσε τη λαβή του να χαλαρώνει. Την ίδια στιγμή όμως ένα δεύτερο ζευγάρι χέρια έσπρωξε με δύναμη το τέρας προς τα κάτω. Ο Ισίδωρος κοίταξε ζαλισμένος και είδε το Βλάσση να προσπαθεί να εγκλωβίσει τον πεσμένο καλικάντζαρο κρατώντας από πάνω του μια καρέκλα. Ο Βλάσσης κοίταξε το αγόρι κι έπειτα το βλέμμα του στράφηκε αστραπιαία από το κομμένο χέρι του καλικάντζαρου στο παλιό κατσαβίδι μέσα στη χούφτα του.

«Εσύ πρέπει να το κάνεις! Εσύ!», του φώναξε αλλά η φωνή του έφτασε στ’ αυτιά του Ισίδωρου σαν από τα έγκατα κάποιου πηγαδιού. Όλο του το σώμα πονούσε και δεν μπορούσε να το ελέγξει. Μια βαθιά γρατζουνιά στο μέτωπο του άρχισε να αιμορραγεί γεμίζοντας με αίμα τα μάτια του. Τα σκούπισε αδύναμα με το μανίκι στης πιτζάμας του. Κοίταξε γεμάτος θλίψη τη γιαγιά του και σκέφτηκε πόσο πολύ την αγαπούσε και πως θα έκανε τα πάντα γι’ αυτήν. «Και θα τα κάνω. Εγώ!», μονολόγησε.

Ο Βλάσσης προσπάθησε ν’ ακινητοποιήσει τον καλικάντζαρο που κινούσε βίαια το καλό του χέρι δεξιά κι αριστερά και κλωτσούσε με δύναμη τον αέρα προσπαθώντας να ελευθερωθεί. Τελικά τον κράτησε κάτω ακίνητο πατώντας με το γόνατο του τη ράχη της καρέκλας ενώ με το ένα του χέρι πίεσε με δύναμη στο πάτωμα το τραυματισμένο χέρι του καλικάντζαρου. Το γεμάτο αγωνία βλέμμα του στράφηκε στον Ισίδωρο σαν να του έλεγε «τώρα!».

Ο Ισίδωρος κύλησε μπροστά κι έμπηξε με όση δύναμη του είχε απομείνει τη μύτη του κατσαβιδιού στη  μικρή λωρίδα σάρκας κόβοντας τη στα δυο. Ο καλικάντζαρος άφησε μια απελπισμένη κραυγή που έμοιαζε με λυγμό και κουλουριάστηκε πειθήνια στο πάτωμα.  Τα μάτια του Βλάσση έλαμψαν από ικανοποίηση μα λίγο αργότερα πέταξε μακριά την καρέκλα κι έσκυψε γρήγορα προς το μέρος του Ισίδωρου που βρισκόταν ξαπλωμένος ανάσκελα και κοιτούσε με μισόκλειστα μάτια το ταβάνι.

Το τελευταίο πράγμα που είδε ο Ισίδωρος λίγο πριν χάσει εντελώς τις αισθήσεις του ήταν οι βεβιασμένες κινήσεις του Βλάσση ο οποίος προσπάθησε να πιάσει τον καλικάντζαρο, ο οποίος εκμεταλλευόμενος τη στιγμή προσπαθούσε να το σκάσει. Άκουσε ακριβώς από πάνω του τον ήχο από σπασμένα γυαλιά κι αμέσως μετά μια βροχή από μικροσκοπικά κομμάτια κρύσταλλου γέμισε το χώρο με αχνές αναλαμπές καθώς το φως του δρόμου έμπαινε πια ελεύθερο μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Ένας μικρός γδούπος την ακολούθησε. Ο Βλάσσης χτύπησε με τις γροθιές του το πάτωμα. «Το έσκασε…το έσκασε!», Μονολόγησε απελπισμένα κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι. Ο Ισίδωρος πήρε μια βαθιά ανάσα, λαχταρώντας να γεμίσει τα πνευμόνια του με τον γλυκό, παγωμένο αέρα της νύχτα και τότε το σκοτάδι τον τύλιξε κι εκείνος αφέθηκε με ανακούφιση στο κάλεσμα του…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Το βαγόνι κινούταν απαλά, καθώς τα φρένα το έφεραν μπροστά στην αποβάθρα της επόμενης στάσης. Ένα ελαφρό τράνταγμα έδωσε το σύνθημα για ν’ ανοίξουν οι πόρτες. Ανθρώπινες μυρωδιές γέμισαν τα ρουθούνια του και τον επανέφεραν στο τώρα. Άνοιξε απότομα τα μάτια του. Κανείς δεν καθόταν κοντά του ή απέναντι του. Ανακάθισε και τέντωσε τα πόδια του μπροστά. Ένας παχουλός κύριος με μαύρο παλτό στεκόταν όρθιος μπροστά από το στύλο κόβοντας του τη θέα προς τα πίσω καθίσματα. Ο λαιμός του ξεράθηκε στη σκέψη ότι θα έβλεπε ξανά εκείνον, ένα πλάσμα που είχε πεισθεί πως κάποτε είχε γεννήσει η αχαλίνωτη εφηβική φαντασία του. Ανασηκώθηκε ελαφρά τεντώνοντας το λαιμό του προς τ’ αριστερά. Στη θέση που έψαχνε με τα μάτια του καθόταν τώρα μια νεαρή, καστανή κοπέλα η οποία μόλις αντίκρυσε το βλέμμα του, του χαμογέλασε ενθαρρυντικά.

Ο Ισίδωρος ανταπέδωσε αμήχανα το χαμόγελο κι έστρεψε γρήγορα τη ματιά του προς το παράθυρο απ’ όπου χάζεψε τα διακοσμημένα με κακόγουστα φωτάκια και πλαστικούς, ροδομάγουλους Άι Βασίληδες, μπαλκόνια των πολυκατοικιών. Πάνω στο τζάμι είδε την αχνή αντανάκλαση του προσώπου του. Μακριά καστανά μαλλιά δεμένα πίσω στο σβέρκο, τετράγωνα γυαλιά, κουρασμένα μάτια και μια υποψία από γένια. Αγανακτισμένος με τον εαυτό του μονολόγησε κοιτώντας το είδωλο στο τζάμι:

«Τόσα χρόνια ξόδεψες να μελετάς ψυχαναλυτικές μεθόδους και να υπομένεις τον κάθε ξερόλα καθηγητή κι ακόμη δεν έβαλες μυαλό. Πόσο μετράνε οι αναμνήσεις; Είναι κάτι έγκυρο και βάσιμο; Εμ δεν είναι! Δεν είναι ρε ηλίθιε!», ξεστόμισε δυνατά την τελευταία φράση κι ένας ηλικιωμένος άντρας που καθόταν δίπλα του σηκώθηκε, έκανε στο σταυρό του με βιαστικές μπερδεμένες κινήσεις και πήγε να καθίσει σε μια από τις θέσεις στο απέναντι κουπέ.

Ο Ισίδωρος χαμογέλασε κι άφησε το κεφάλι του να πέσει πίσω χαλαρό. Το τρένο φρέναρε κι εκείνος συνειδητοποιώντας την τελευταία στιγμή πως θα έπρεπε να είχε σηκωθεί για να κατέβει, πετάχτηκε μπροστά και βιάστηκε να προχωρήσει μέχρι την πόρτα. Λίγο πριν το βαγόνι σταματήσει εντελώς είδε στο δεξί τζάμι της πόρτας του την αντανάκλαση των επιβατών που κάθονταν πίσω του. Κατέβηκε βιαστικά κι έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του μπουφάν του για να τα ζεστάνει. Τότε καθώς ο παγωμένος αέρας ύγραινε τα ρουθούνια του, τα απομεινάρια κάποιων ξεχασμένων στιγμών ενώθηκαν απαιτώντας την ενεργοποίηση της μνήμης του. Ναι ήταν εκεί, στο σκοτεινό δωμάτιο που μύριζε κάτι σάπιο και χιόνι. Μετά θυμάται να τον μεταφέρουν και τον μακρινό ξεφτισμένο ήχο μιας σειρήνας. Μετά από τρεις μέρες συνεχούς ύπνου-όπως του είπαν οι γιατροί-άνοιξε τα μάτια του για ν’ αντικρύσει τα ανήσυχα πρόσωπα των συγγενών του. Η μητέρα ξέσπασε σε αναφιλητά κι ο πατέρας του τον αγκάλιασε όπως δεν τον είχε αγκαλιάσει ποτέ. Η γιαγιά του τον φίλησε ηχηρά στα μάγουλα, πήρε τα χέρια του στα δικά της και ακούμπησε απαλά πάνω τους τα χείλη της. Ο μόνος που τον κοιτούσε σιωπηλός, βυθισμένος στην ακινησία της συνενοχής ήταν ο Βλάσσης. Η επίσημη εκδοχή των γεγονότων όπως τα είχε αφηγηθεί ο Βλάσσης στους δικούς του, την πρώτη μέρα εισαγωγής του στο νοσοκομείο περιλάμβανε την αναπάντεχη εισβολή κάποιων ληστών που εκείνος και ο Ισίδωρος είχαν γενναία αντιμετωπίσει. Μα πως το πληροφορήθηκα εγώ; Μου τηλεφώνησε ο Ισίδωρος τη στιγμή που οι κακούργοι επιχειρούσαν να διαρρήξουν την πόρτα της κουζίνας, επιβεβαίωνε ο Βλάσσης. Μ’ ένα σμπάρο δυο τριγώνια, γιατί έτσι δικαιολογήθηκαν και οι ζημιές στην επίμαχη πόρτα.

Ο Βλάσσης έφυγε ένα μήνα μετά από την έξοδο του από το νοσοκομείο. Δεν τον ξαναείδε ποτέ έκτοτε. Μετά από κάποιους μήνες έμαθε ότι σπούδαζε πλέον σε κάποιο πανεπιστήμιο του εξωτερικού, μάλλον στο Κολούμπια. Η μόνη που ποτέ δεν τον έπεισε ότι πίστεψε την ιστορία τους ήταν η γιαγιά του που από τότε τον κοιτούσε με μια έκφραση ανομολόγητης ευγνωμοσύνης σαν να ήξερε από τι είδους σκοτεινιά την είχε σώσει εκείνη τη νύχτα. Μα συνέβη;, αναρωτήθηκε ξανά ο Ισίδωρος ή μήπως ίσχυαν τα όσα υποτιθέμενα ψέματα είχε εξιστορήσει ο Βλάσσης στους δικούς του;

«Ωχ δάσκαλε Φρόυντ βοήθα με!», αναφώνησε κουρασμένα. Έφτασε μπροστά από τη γνώριμη καγκελένια πόρτα και κατέβασε το πόμολο. Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του και άνοιξε τη βαριά ξύλινη πόρτα. Το υποδέχτηκε η γνώριμη μυρωδιά του χριστουγεννιάτικου δείπνου και μια βραχνή μελωδία που έβγαινε από τα ηχεία ενός παλιού ραδιοφώνου. Το πλησίασε και χαμήλωσε την ένταση.

«Ευτυχώς ήταν καλή η επιλογή του δώρου. Αυτό το σαράβαλο θα μας αφήσει σε λίγο», είπε χτυπώντας ελαφρά την πάνω πλευρά της συσκευής. Πράγματι όταν η μητέρα του άνοιξε γεμάτη συγκίνηση το δώρο της, τον αγκάλιασε ζεστά και τον ευχαρίστησε που την απάλλαξε από τον ενοχλητικό ήχο που έβγαζαν εκείνα τα παλιά ηχεία. Ως συνήθως εκείνη του δώρισε ένα βιβλίο, αυτή τη φορά κάποιο του Ντοστογιέφσκι μαζί μ’ ένα μπουκάλι από το αγαπημένο του χιώτικο λευκό κρασί. Συζήτησαν πολλή ώρα κι έπειτα η μητέρα του άναψε την τηλεόραση κι ο Ισίδωρος κοίταξε σχεδόν αδιάφορα την πολύχρωμη οθόνη όπου για πολλοστή φορά προβαλλόταν μια από τις γνωστές χριστουγεννιάτικες ταινίες που σκοπό είχαν να ενώσουν υπό τη φαφλατάδικη, χολιγουντιανή φλυαρία τους όλες τις αγίες οικογένειες. Τη στιγμή που ο Ισίδωρος έπαιρνε στα χέρια του με λαχτάρα έναν αφράτο κουραμπιέ η μητέρα του πετάχτηκε πάνω ξεφωνίζοντας:

«Αχ δεν το πιστεύω το ξέχασα!». Έπειτα κλείνοντας του το μάτι συνωμοτικά συμπλήρωσε «σου έχω και κάτι ακόμη» και πήγε βιαστικά προς τα μέσα δωμάτια απ’ όπου επέστρεψε μ’ ένα μικρό δεματάκι που είχε το μέγεθος σπιρτόκουτου.

«Η γιαγιά σου ήθελε να το πάρεις εσύ, αλλά με τα διαδικαστικά της κηδείας και όλη τη γραφειοκρατία που επακολούθησε ξέχασα να σου το δώσω. Άνοιξε το λοιπόν!», του είπε με ενθουσιασμό.

Ο Ισίδωρος κοίταξε το μικρό πακετάκι που ήταν τυλιγμένο με παλιά εφημερίδα. Έσκισε το χαρτί και μέσα ανακάλυψε ένα παλιό μαντίλι της γιαγιάς του και μέσα στο μαντήλι…

«Είναι…», ψέλλισε έκπληκτος.

«Ναι είναι το φυλαχτό της γιαγιάς!», επιβεβαίωσε η μητέρα του. Ο Ισίδωρος περιεργάστηκε το μικρό αντικείμενο που είχε ακόμη τη λάμψη από το κεχρί στο κέντρο του. Ένιωσε την ανάσα του να βαραίνει και τα μάτια του να καίνε. Δάκρυα πλημμύρισαν τις άκρες τους και το κοίταξε προσηλωμένος νιώθοντας κάθε προηγούμενο δισταγμό που αφορούσε τις αναμνήσεις του να σβήνει. Το τηλέφωνο χτύπησε επίμονα αλλά εκείνος δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από εκείνο το πολύτιμο δώρο. Ούτε η χαρούμενη φωνή της μητέρας του που απάντησε στο τηλεφώνημα δεν κατάφερε να τον βγάλει από τις σκέψεις του. Την κοίταξε τρυφερά, σηκώθηκε και αναζήτησε πάνω στο τραπέζι το ανοιχτήρι του κρασιού. Το βρήκε και άνοιξε το μπουκάλι που του είχε κάνει δώρο εκείνη. Έπειτα γέμισε δυο ποτήρια κι έφερε το δικό του στα χείλη του. Σταμάτησε λίγο πριν το γυαλί τα αγγίξει και μονολόγησε σιγανά:

«Να δεις πως πήγαιναν εκείνα τα χιώτικα κάλαντα…α ναι…ξύπνα αφέντη της αφεντιάς, πολλήν ώρα κοιμάσαι γιατί ο ύπνος ο πολύς βαραίνει και χαλά σε…στην υγειά σου γιαγιά», συμπλήρωσε συγκινημένος και ήπιε μια μικρή γουλιά κρασί.

ΤΕΛΟΣ

Αγρίνιο 29/07/19

Related Articles

Δωδεκαήμερο μέρος 2ο

The Emerald Blade

The Emerald Blade