Το φως της λάμπας τρεμόπαιξε για λίγο κι έπειτα μ’ έναν ανεπαίσθητο ήχο έσβησε, βυθίζοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι. Το ρολόι στο τοίχο μετρούσε τα λεπτά με βασανιστική ακρίβεια κι όταν η ώρα σήμανε ακριβώς, από το πορτάκι που βρισκόταν στο κέντρο του ξεπρόβαλε ένα μικροσκοπικό ξύλινο ανθρωπάκι που κρατούσε στα χέρια του μια τρομπέτα.
Η Γιούλιγια Οσιπόβα, παραμέρισε τη βαριά κουρτίνα του παραθύρου και κοίταξε προς την απέναντι πολυκατοικία κι έπειτα προς το δρόμο. Την υποδέχτηκε το απέραντο σκοτάδι που σηματοδοτούσε άλλη μια διακοπή ρεύματος κι εκείνη αναστέναξε, συνειδητοποιώντας ότι θα έπρεπε να περάσει άλλο ένα βράδυ δίχως ηλεκτρικό και κυρίως δίχως κάποια στοιχειώδη θέρμανση. Ακόμη και για κάποια που είχε γνωρίσει τη σκληρότητα του σιβηρικού χειμώνα, αυτό ήταν κάτι το τρομερά βασανιστικό. Ξεφύσησε αγανακτισμένη και ψηλάφησε το έπιπλο που βρισκόταν μπροστά της. Άνοιξε βιαστικά ένα από τα συρτάρια κι έψαξε στο εσωτερικό του, για το μικρό κουτί από σπίρτα που είχε αγοράσει πριν από ένα μήνα. Όταν τα δάχτυλα της συνάντησαν το γνώριμο σχήμα του, το τράβηξε έξω βιαστικά. Κοίταξε σχεδόν απελπισμένη τα τρία σπίρτα που είχαν απομείνει στο εσωτερικό του και έβγαλε το πρώτο. Το άναψε γρήγορα κι έπειτα έψαξε γύρω της για τα κεριά που φυλούσε μέσα σε ένα κομμάτι χαρτί. Διάλεξε δύο από τα μισό-λιωμένα κεριά που είχε πάρει εκείνη την Κυριακή, από την εκκλησία-προτού τη δει ο νεωκόρος-και πέρασε το σπίρτο πάνω από τα φυτίλια τους. Έβαλε το κουτί των σπίρτων στην τσέπη της και χαμογέλασε αχνά σκεπτόμενη πόση ντροπή θα ένιωθε η μητέρα της για την κατάντια της κόρης της. Έπειτα ένευσε ντροπιασμένη σα να ερχόταν εκείνη τη στιγμή αντιμέτωπη με το επικριτικό ύφος της μητέρας της. Ένας λυγμός ξέφυγε από τα μισάνοιχτα χείλη της και το γεμάτο πικρία βλέμμα της, στάθηκε πάνω στο μεγάλο, χάρτινο κουτί στη μέση του τραπεζιού. Δεν είχε βρει ακόμη το κουράγιο να το ανοίξει. Το είχε παραλάβει πριν από περίπου τρεις ώρες, μαζί με μια τυπική πλην ευγενικά διατυπωμένη επιστολή του Ρώσου συμβολαιογράφου Αντονιέβσκυ που είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας τις «πρακτικές αλλά απαραίτητες», όπως ανέφερε «διεκπεραιώσεις των κληροδοτηθέντων στοιχείων της μητέρας της». Χαμογέλασε αχνά. Η μητέρα της, η Νάντια Οσιπόβα ήταν γνήσιο τέκνο της παλιάς Ρωσίας και όπως όλοι οι άνθρωποι της γενιάς της, έτσι κι εκείνη προτιμούσε να επαναπαύεται σε γνώριμες γι’ αυτήν καταστάσεις. Κάθε αλλαγή την τρομοκρατούσε πέρα από κάθε προηγούμενο, ιδιαίτερα όταν αυτή αφορούσε τα ηθικά και θρησκευτικά ιδεώδη της οικογένειας. Ακόμα και τις στιγμές που ήξερε ότι πλησιάζει προς το τέλος της, φρόντισε να διευθετήσει με τη μεγαλύτερη ακρίβεια τις όποιες…μεταθανάτιες εκκρεμότητες της. Γέλασε ξανά, αυτή τη φορά πιο δυνατά, διασκεδάζοντας με την αναίδεια των σκέψεων της. Οι αναμνήσεις του παρελθόντος περνούσαν σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες μιας άλλης εποχής, μέσα από τη σκέψη της διαλύοντας για μερικά δευτερόλεπτα την απειλητική ατμόσφαιρα του σκοτεινού δωματίου. Ένα μυστικό πικ-νικ στο Λέτνυ Σαντ της Αγίας Πετρούπολης κι ένα ζευγάρι πράσινα μάτια: τα διαπεραστικά μάτια της Σοφία Ιλαριόνοβνα που της υπόσχονταν αιώνια αφοσίωση και αγάπη, μέχρι την ημέρα του φλογερού τους αποχαιρετισμού στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Η μητέρα της δεν είχε υποψιαστεί τίποτα όλο αυτό το διάστημα παρότι η κόρη της επέμενε πεισματικά να απορρίπτει το ενδεχόμενο κάποιας σχέσης με το αντίθετο φύλλο. Οι γεμάτες τρυφερότητα επιστολές της Σοφία έπαψαν πια να ομορφαίνουν την καθημερινότητα της πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, όταν υπό την πίεση της οικογένειας της, η αγαπημένη της δέχτηκε να παντρευτεί τον μεσήλικα κληρονόμο κάποιας από της μεγαλύτερες εμπορικές οικογένειες του Νόβγκοροντ. «Α, Σόνια, Σόνιεσκα», μονολόγησε θλιμμένα και κοίταξε από το παράθυρο τα λιγοστά αστέρια που ξεπρόβαλαν θολά και διστακτικά μέσα από το πηχτό σκοτάδι του νυχτερινού ουρανού της πόλης. Έπειτα έστρεψε διστακτικά το ενδιαφέρον της προς το κουτί. Πλησίασε, έβαλε τα κεριά μέσα σ’ ένα μικρό, λευκό βάζο και το περιεργάστηκε χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δίπλα του βρισκόταν ο φάκελος με το γράμμα του συμβολαιογράφου. Με μια απότομη κίνηση τον πέταξε στο πάτωμα κι έπειτα άνοιξε αργά το δέμα. Στο εσωτερικό του, τυλιγμένα με μεγάλη επιμέλεια, διέκρινε δυο μικρότερα πακέτα. Δεν χρειάστηκε καν να ξετυλίξει το πρώτο. Κατάλαβε αμέσως από το σχήμα του ότι κρατούσε στα χέρια της το αγαπημένο, ασημένιο σαμοβάρι της μητέρας της. Της το είχε αγοράσει η ίδια, λίγο πριν φύγει για την Ελλάδα κι εκείνη φρόντιζε να το τοποθετεί πάντοτε σε περίοπτη θέση στο σπίτι τους, μαζί με όλα τα πολύτιμα, οικογενειακά κειμήλια από τη γενέτειρα της, το Ροστόφ. Συγκινημένη, το άφησε στην άκρη κι έπειτα έβγαλε με προσοχή και το δεύτερο πακέτο. Αυτό ήταν σαφέστατα βαρύτερο κι όταν το ακούμπησε στο τραπέζι, εκείνο κροτάλισε, θυμίζοντας τον ήχο που κάνουν τα ποτήρια όταν τρίβονται κατά λάθος μεταξύ τους. Έσκισε βιαστικά το περιτύλιγμα και κοίταξε έκπληκτη το παράξενο, ορθογώνιο αντικείμενο. Το άλλοτε λαμπερό γυαλί, από το οποίο ήταν κατασκευασμένο, είχε πλέον αρχίσει να θαμπώνει. Ο χρόνος και η σκόνη, είχαν δημιουργήσει ένα λεπτό, θολό πλαίσιο στις άκρες των πλευρών του με αποτέλεσμα αυτές να μοιάζουν με ένα σύνολο από πολυκαιρισμένες κορνίζες. Χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που περιεργαζόταν με τόση περιέργεια, δεν ήταν άλλο από το μικρό εικονοστάσι της προγιαγιάς της, της Αλίνα Νιέσκαγια. Μέσα του μπορούσε ακόμα να διακρίνει τις μικρές, μαυρισμένες από τον καπνό του καντηλιού εικόνες της Αγίας Όλγας και του Αγίου Πέτρου. Θυμόταν τις ήσυχες νύχτες μετά την πασχαλινή λειτουργία, όταν όλοι κοιμούνταν κι εκείνη κοιτούσε τρομαγμένη, μισό-κρυμμένη κάτω από την τραχιά κουβέρτα, τα βλοσυρά πρόσωπα των δυο αγίων και τις ανατριχιαστικές σκιές που έριχνε στον τοίχο η ετοιμοθάνατη φωτιά στο τζάκι. Μα ακόμα και η ταραχή που της προκαλούσε το συγκεκριμένο αντικείμενο δεν είχε σταθεί αρκετή για να την αποθαρρύνει από το να το περιεργαστεί πιο προσεκτικά, ένα πρωϊνό που η μητέρα της το είχε κατεβάσει από τον τοίχο για να το καθαρίσει. Μόλις όμως πήγε να σηκώσει το γυάλινο καπάκι του, το χέρι της μητέρας της έπεσε βαρύ πάνω στο παιδικό της μάγουλο και την έκανε να το μετανιώσει. Το έβαλε στα πόδια και κρύφτηκε μέσα στον αχυρώνα, όπου τη βρήκε η προγιαγιά της. Την αγκάλιασε και της ζήτησε να μην κλαίει. Έπειτα την οδήγησε στην κουζίνα κι εκεί, αφού της πρόσφερε μια κούπα ζεστό γάλα με μέλι, κατέβασε από ένα μικρό ράφι ένα παλιό, σχεδόν διαλυμένο βιβλίο, το άνοιξε σε μια συγκεκριμένη σελίδα και το άφησε μπροστά της. Πάνω στο κιτρινισμένο χαρτί είδε την αλλόκοτη μορφή ενός πλάσματος με ράμφος και πόδια κότας που φορούσε στο κεφάλι του ένα ξεθωριασμένο κεφαλομάντηλο. «Κικίμορα», της είπε σοβαρά η ηλικιωμένη, ακουμπώντας με το ροζιασμένο δείχτη της την εικόνα. Ήξερε ήδη πολλούς από τους θρύλους που αφορούσαν την Κικίμορα, εκείνο το πλάσμα που έκανε δύσκολη τη ζωή των ανθρώπων της ρωσικής υπαίθρου. Θυμήθηκε τον εαυτό της να νεύει καταφατικά και την προγιαγιά της να κάθεται δίπλα της και να της αφηγείται εμπιστευτικά μια από τις πιο εξωπραγματικές ιστορίες που είχε ακούσει στη ζωή της. Της είπε ότι, πριν από πολλά χρόνια όταν εκείνη ήταν ακόμη μωρό παιδί, ο πατέρας της επισκεπτόταν όλες τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της περιοχής ελπίζοντας πως με τη βοήθεια του θεού θα μπορούσε να σώσει τον δίδυμο αδερφό της από το θάνατο. Η μητέρα της είχε ήδη χάσει τρία αγόρια και η γέννηση του αδερφού της θεωρήθηκε πραγματικό θαύμα. Εκείνος όμως ήταν φιλάσθενος και οι γονείς τους φοβόταν πως δεν θα κατάφερνε να φτάσει ούτε μέχρι τα πέντε. Ένα δειλινό λοιπόν, συνέβη κάτι που άλλαξε για πάντα την μοίρα όλων τους: ο πατέρας της είχε μόλις γυρίσει από το δάσος, όπου είχε πάει να κόψει μερικά γέρικα δέντρα κι έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας, περιμένοντας να ετοιμαστεί το δείπνο. Τότε λένε ότι μέσα από την κρυψώνα της στο τοίχο βγήκε η Κικίμορα και προσπάθησε να τον ξεγελάσει μα εκείνος την παγίδεψε με τη τριχιά που είχε για να δένει το άλογο και μ’ ένα σιδερένιο καρφί και της έκοψε με το τσεκούρι το ένα πόδι. Έτσι αυτή αναγκάστηκε να του υποσχεθεί πως θα ευλογούσε το γιό του, ώστε αυτός να ζήσει πολλά χρόνια κι όσο εκείνος κρατούσε το πόδι της εκείνη δεν μπορούσε να πειράξει κανέναν από την οικογένεια. «Αλίμονο μόνο σε όποιον την αφήσει να το ξαναπάρει όμως! Θα του πάρει μαζί και τη ζωή», επαναλάμβανε συνεχώς η κουρασμένη, βραχνή φωνή μα το εύθυμο ηχόχρωμα της έκανε την ιστορία εκείνη να μοιάζει λιγότερο πιστευτή κι η Γιούλιγια ποτέ δεν την πήρε στα σοβαρά. Γιατί να το κάνει άλλωστε;