Ιστορίες

Η βασίλισσα νικάει πάντα (μέρος 1ο)

Η βασίλισσα νικάει πάντα (μέρος 1ο)

Κοίταξε τη μαύρη επιφάνεια της κρυστάλλινης σφαίρας και αναστέναξε αγανακτισμένος. Τίποτα. Δεν υπήρχε καμία εικόνα στη γυαλιστερή σκοτεινή της καμπύλη, πέρα από την επιμήκη αντανάκλαση του, η οποία τον έκανε να μοιάζει με τους γνώμους που συνήθιζαν να βγαίνουν από το πηγάδι της πίσω αυλής τα βράδια του καλοκαιριού. Το βαριεστημένο βλέμμα του συνάντησε την επικριτική μάτια της γέρικης κουκουβάγιας που καθόταν απέναντι του πάνω σ’ ένα σκονισμένο ράφι και ακόνιζε το ράμφος της στην επιφάνεια του δημιουργώντας ένα σωρό από μικροσκοπικά ροκανίδια πάνω στο πάτωμα.

 Αναθεματισμένο πουλί! Αναφώνησε εκείνος και χτύπησε τα χέρια του με δύναμη για να διώξει το πτηνό από το σημείο όπου είχε φωλιάσει, μα εκείνο τον κοίταξε ξανά, αδιάφορα αυτή τη φορά και συνέχισε να θρυμματίζει το ξύλο.

Εκείνος άπλωσε τα χέρια του απειλητικά προς το μέρος της ψελλίζοντας μερικές φράσεις σε κάποια περίεργη γλώσσα. Από τα δάχτυλα του πετάχτηκαν σπίθες.

Θα σε μεταμορφώσω σε…ξεκίνησε να λέει αποφασιστικά μα έπειτα δίστασε. Σε σκούπα, συμπλήρωσε έπειτα, ενθουσιασμένος και γέλασε συνειδητοποιώντας την ειρωνική φύση της απόφασης του.

Άπλωσε μπροστά τις παλάμες του και φώναξε μια φράση που αποτελούνταν από τριάντα συνεχόμενα σύμφωνα και ένα μοναδικό φωνήεν. Ένα σύννεφο καπνού τύλιξε το έκπληκτο πτηνό κι ο άντρας κοίταξε χαμογελώντας ικανοποιημένος προς την κατεύθυνση του πολύχρωμου σύννεφου που τώρα ανέβλυζε ασταμάτητα από τα δάχτυλα του, απειλώντας να πλημμυρίσει ολόκληρο το δωμάτιο. Ένας απότομος και δυνατός βήχας συντάραξε το κορμί του και κινήθηκε βιαστικά προς την μεριά του παραθύρου. Το άνοιξε διάπλατα και προσπάθησε να σπρώξει τον καπνό προς τα έξω με μια δεσμίδα από φτερά νεαρού βασιλίσκου. Να πάρει! Αναφώνησε, διαπιστώνοντας πως ο καπνός όχι μόνο δεν γινόταν πιο αραιός, αλλά τώρα είχε πάρει μια αρρωστημένη πράσινη απόχρωση, ενώ μια αναγουλιαστική μυρωδιά κλούβιων αυγών γέμισε το χώρο.

Πέταξε στο πάτωμα τα φτερά και αναφώνησε θυμωμένος:

"Τα φτερά του βασιλίσκου μετατρέπουν σε δηλητήριο οποιαδήποτε ουσία έρθει σε επαφή μαζί τους. Μόλις χθες μελετούσα το κεφάλαιο σχετικά με τις μαγικές ιδιότητες του φτερώματος του στο Μεγάλο Βιβλίο των Υπερπόντιων Ξορκιών! Έχει δίκιο ο δάσκαλος όταν λέει πως η μνήμη μου μοιάζει μ’ εκείνο το κόσκινο που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές της Ιορδανίας για να αλλάξουν την πορεία του ποταμού, προκειμένου να ποτίζουν τα αόρατα δέντρα που είχε χαρίσει στο βασιλιά τους ένα τζίνι".

Όταν η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο έγινε υποφερτή, η προσοχή του στράφηκε πάλι στη γυάλινη σφαίρα που τώρα έμοιαζε να εκπέμπει ένα ψυχρό μενεξεδένιο φως. Κοιτάζοντας την πιο προσεκτικά, είδε να καθρεφτίζεται στην επιφάνεια της το ροδαλό, περιτριγυρισμένο από πλούσια γενειάδα πρόσωπο του δασκάλου του. Έδιωξε με τα χέρια του τα τελευταία ίχνη καπνού και κοίταξε προσεκτικά προς το μέρος της.

"Ρούντρικ!". Ακούστηκε μια σεντόρια φωνή, στο κάλεσμα της οποίας αναπήδησε έκπληκτος. Πλησίασε διστακτικά το πρόσωπο του προς την κρυστάλλινη σφαίρα και είπε:

"Εδώ είμαι δάσκαλε".

"Πάλι χαζεύεις και δοκιμάζεις ανόητες μαγγανείες;! Ακόμη δεν ετοίμασες το δωμάτιο για την άφιξη του αρχιμάγιστρου Πολυθρύλιτου;!" αποκρίθηκε αυστηρά η φωνή μέσα από τη σφαίρα.

Ο Ρούντρικ ξεροκατάπιε και απάντησε:

"Μόλις τώρα τελειώνω το καθάρισμα των εξακοσίων τομών του Απόλυτου Οδηγού Δαιμονολογίας και Πάσης Φύσεως Επικλήσεων δάσκαλε! Μέχρι το βράδυ θα είναι όλα έτοιμα!"

"Ελπίζω να τα καταφέρεις. Δεν χρειάζεται να σου υπενθυμίσω τι συνέβη την τελευταία φορά που ο αρχιμάγιστρος ανακάλυψε τρεις κόκκους σκόνης κοντά στο ομοίωμα του Γκόλεμ!" συμπλήρωσε προειδοποιητικά ο ηλικιωμένος άντρας.

"Ο-όχι, θυμάμαι πολύ καλά. Ένα μήνα προσπαθούσα να καθαρίσω τα αποξηραμένα κομμάτια λάβας από τη βιβλιοθήκη σας δάσκαλε! Θα είναι όλα όπως πρέπει δάσκαλε", επανέλαβε ο Ρούντρικ καθησυχαστικά.

Η παράξενη μορφή στη σφαίρα δεν είπε τίποτα, ενώ τα μάτια της στριφογύρισαν μέσα στις κόγχες τους, σε μια ανάμεικτη έκφραση ανυπομονησίας και ανείπωτης απελπισίας. Έπειτα το γενειοφόρο πρόσωπο εξαφανίστηκε και τη θέση του πήρε η παγερή, κενή λάμψη του κρυστάλλου.

Ο Ρούντρικ κοίταξε γύρω του ανυπόμονα μην μπορώντας ν’ αποφασίσει από που θα ξεκινούσε το καθάρισμα. Ένα περιπαικτικό κρώξιμο τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Η κουκουβάγια, αλώβητη από το ξόρκι, στεκόταν τώρα στο περβάζι του παραθύρου και τον κοιτούσε με τα τεράστια κεχριμπαρένια μάτια της. Έξυσε σκεφτικός το κεφάλι του και κοίταξε προς το ράφι όπου καθόταν πριν το ζώο. Στη θέση του μεγάλου βάζου με τους βαλσαμωμένους νεοσσούς φοίνικα, υπήρχε τώρα μια σκούπα!

"Συμφορά"! Αναφώνησε αναστατωμένος ο Ρούντρικ. "Ο δάσκαλος δεν θα με συγχωρήσει ποτέ! Θα με βάλει να ψάχνω στο δάσος για τρίχες μονόκερου και αποτυπώματα σαλαμάνδρας, για το υπόλοιπο της ζωής μου!"

Όταν κατάφερε ν’ ανακτήσει την ψυχραιμία του μονολόγησε δειλά:

"Ίσως και όχι, αν καταφέρω να κάνω το θέλημα του. Ας αρχίσω από αυτή την πλευρά της βιβλιοθήκης", συμπλήρωσε βαριεστημένα και πήρε στα χέρια του ένα σκοροφαγωμένο κομμάτι πανί.

Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά αργά και η ατμόσφαιρα στο μικρό δωμάτιο γινόταν όλο και πιο πνιγηρή λόγω της καλοκαιρινής ζέστης.

"Έπρεπε να είχα ακούσει την μητέρα μου", σκεφτοταν "και να μετακόμιζα στην Ισλανδία. Ο θείος Ριν είπε πως η δουλειά στη φάρμα των τρολ είναι σκληρή, αλλά τουλάχιστον εκεί δεν θα χρειαζόταν να υπομείνω όλη αυτή την αποπνικτική ζέστη! Θυμάμαι εκείνα τα γραφικά Χριστούγεννα στο Σέλφος, όταν η εξαδέλφη Ρούνα, σκότωσε με τα ίδια της τα χέρια το Μαυρόλυκο που έλεγαν πως καταγόταν από τη γενιά του ίδιου του Φένριρ. Πάντα έλεγα βέβαια πως ήταν η πιο ντελικάτη στην οικογένεια! Κι εκείνο το ωραίο βραστό με ποδαράκια αγριοκάτσικου και φρέσκα κίτρινα βρύα. Μόνο στη σκέψη του μου ανοίγει η όρεξη!"

Οι αναπολήσεις του διακόπηκαν από έναν απότομο ήχο. Ένα ποντίκι είχε ρίξει το βάζο με τη νωπή ρίζα μανδραγόρα κι εκείνος έσπευσε να την τοποθετήσει μέσα σ’ ένα μεταλλικό δοχείο με νερό, για να την εμποδίσει να κλάψει. Το κλάμα του μανδραγόρα σήμαινε πρόωρο θάνατο και συμφορά, αλλά και εσπευσμένη αλλαγή τζαμιών αφού οι συχνότητες που άγγιζε, έφταναν στα όρια του τραγουδιού της νυχτερίδας. Ενώ έσκυβε για να μαζέψει τα βρεγμένα κομμάτια του βάζου, είδε με την άκρη του ματιού του Ένα μικρό ξύλινο κουτί το οποίο κάποιος είχε τοποθετήσει προσεκτικά στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης που φιλοξενούσε τα άπαντα του Μεγάλου Μαγίστρου Μεφιστοδέλη. Παραμέρισε προσεκτικά τα βιβλία και έβγαλε το κουτί από τη θέση του.

Το καπάκι ήταν σκεπασμένο από ένα παχύ στρώμα σκόνης και στις τέσσερις άκρες του μόλις που διακρίνονταν ανάγλυφα, τα σύμβολα των τεσσάρων στοιχείων. Ο Ρούντρικ έξυσε σκεπτικός το κεφάλι του, αναλογιζόμενος την επόμενη κίνηση του. Ένας πιο συνετός άνθρωπος θα έβαζε απλά το κουτί στη θέση του και θα συνέχιζε τη δουλειά του χωρίς δεύτερη σκέψη. Μα οι Μοίρες δεν είχαν χαρίσει στον Ρούντρικ ούτε ίχνος σύνεσης-ίσως ευθυνόταν γι’ αυτό η ελλιπής προσφορά που είχε κάνει η μητέρα του στο όνομα τους τις μέρες πριν τον τοκετό. Η αλήθεια είναι πως οι θεές του πεπρωμένου δεν πρέπει να είχαν εκτιμήσει ιδιαίτερα το κομμάτι μουχλιασμένου τυριού που τους είχε αφιερώσει. Το αποτέλεσμα αυτής της αμέλειας, επέφερε σαν ένα συμπαντικό ντόμινο την παρακάτω πράξη του Ρούντρικ, ο οποίος πήρε το κουτί στα χέρια του, σηκώθηκε και το ακούμπησε σ’ ένα κοντινό τραπέζι δίπλα στο βαλσαμωμένο χέρι ενός εσκιμώου Ινουίτ που είχε σφηνωμένα μέσα του τα υπολείμματα ενός κόκκινου κεριού. Περιεργάστηκε γεμάτος έξαψη το λεπτεπίλεπτο αντικείμενο και μετά προσπάθησε να σηκώσει το καπάκι μα δεν τα κατάφερε.

Ίσως το ξύλο έχει αρχίσει να φθείρεται από την υγρασία, σκέφτηκε ενοχλημένος. Τοποθέτησε τους αντίχειρες του στην κάτω πλευρά και προσπάθησε για ακόμη μια φορά να το ανασηκώσει, αλλά μάταια. Κοίταξε γύρω του βιαστικά για να εντοπίσει κάτι που ίσως θα τον βοηθούσε σε αυτή του την προσπάθεια. Στην άκρη του τραπεζιού είδε τα θραύσματα του προηγούμενου ραβδιού του από ακακία. Το είχε καταστρέψει στην προσπάθεια του να δημιουργήσει μια πύλη στον κόσμο του Μου. Η απόπειρα του αυτή στέφθηκε από απόλυτη αποτυχία, αφού η πύλη μετατράπηκε σε ένα ανεξέλεγκτο συντριβάνι θαλασσινού νερού μέσα από το οποίο μεταφέρθηκαν στο δωμάτιο κάθε είδους θαλασσινά πλάσματα της αβύσσου αλλά και κάποιοι έκπληκτοι κάτοικοι της χαμένης ηπείρου, που αποζημιώθηκαν αργότερα για την ταλαιπωρία τους. Ο Ρούντρικ άρπαξε λοιπον ανυπόμονα τη μύτη του ραβδιού και την τοποθέτησε κάτω από το καπάκι. Έπειτα έσπρωξε ελαφρά με την παλάμη του. Αυτή τη φορά ακούστηκε ένας χαμηλός ξερός κρότος και το καπάκι υποχώρησε ελαφρά προς τα πάνω. Όταν επανέλαβε την κίνηση του, το ξύλινο σκέπασμα υποχώρησε εντελώς αποκαλύπτοντας το θαυμαστό περιεχόμενο του. Μέσα στο κουτί υπήρχε μια μικρή σκακιέρα, κατασκευασμένη από λευκό ξύλο σημύδας. Τα τετράγωνα που την σημάδευαν είχαν τα ιριδίζοντα χρώματα των φθινοπωρινών φύλλων και τα περιθώρια της ήταν στολισμένα με πράσινο ίασπι. Όταν την έβγαλε από τη θέση της για να την περιεργαστεί πιο προσεκτικά, ανακάλυψε από κάτω δύο πουγκιά. Το ένα ήταν φτιαγμένο από δέρμα υδρόβιου δράκου και είχε μια πρασινωπή απόχρωση ενώ ήταν ραμμένο με τρίχες από χαίτη Κένταυρου. Το άλλο ήταν κατασκευασμένο από πλεγμένα μεταξύ τους πέταλα ασφόδελου τα οποία συγκρατούνταν στη θέση τους από μικροσκοπικές βελονιές φεγγαρονήματος.

Άνοιξε προσεκτικά τα πουγκάκια και άφησε να κυλήσει στην παλάμη του το περιεχόμενό τους. Το πρώτο περιείχε πιόνια από μαύρο όνυχα. Το κάθε ένα τους ήταν σκαλισμένο με πολλή προσοχή και σε κάθε πιόνι απεικονίζονταν με άφταστη μαεστρία, οι από αιώνες χαμένοι πολεμιστές της ερήμου Ζάμπε, τα μαύρα ξωτικά τους Ελέους. Τα πρόσωπα τους ήταν σμιλεμένα τόσο προσεκτικά που ενδεχόμενος κάποιος που δεν διέθετε την απερίσπαστη οξυδέρκεια του Ρουντρικ θα θεωρούσε πιθανότατα πως κάποια δαιμονική μάγισσα της Μεσαχώρας είχε σμικρύνει με κάποιο πειραματικό της ξόρκι τους κάποτε αιμοβόρους πολεμιστές και τους είχε κλείσει σε αυτό το πουγκάκι για να τους δείχνει την ώρα του Κυριακάτικου τσαγιού στις φίλες της. Πήρε προσεκτικά ένα και πλησίασε στο παράθυρο για να το περιεργαστεί κάτω από την αχλή που έστελναν οι τελευταίες ανταύγειες του απογευματινού ηλιόφωτος. Όπως εξέταζε έκπληκτος το πρόσωπο του, του φάνηκε πως τα μάτια της φιγούρας κινήθηκαν μέσα στις απειροελάχιστες κόγχες τους και καρφώθηκαν πάνω του, γεμάτα μίσος. Ο Ρουντρικ άφησε γεμάτος φρίκη να του ξεφύγει ένα έκπληκτο «α» σε λα μείζονα, ενώ το πιόνι έπεφτε πάνω στο ξύλινο δάπεδο μ’ έναν υπόκωφο ελαφρύ ήχο. Έπειτα από λίγα λεπτά ανακτώντας της ψυχραιμία του το σήκωσε και πλησίασε αποφασιστικά τη σκακιέρα. Το τοποθέτησε προσεκτικά σε ένα από τα κεντρικά τετράγωνα και έμεινε ακίνητος κρατώντας την ανάσα του. Τα μάτια του γούρλωσαν και η μύτη του ζάρωσε σε μια προσπάθεια να πνίξει άλλη μια κραυγή, μόλις είδε το μικροσκοπικό, μαύρο ξωτικό να σηκώνει πρώτα το αριστερό του πόδι από την κυκλική βάση στην οποία ήταν τοποθετημένο, έπειτα και το δεξί και να κινείται κραδαίνοντας το κυρτό σπαθί του που έμοιαζε με εκείνη την ακιδωτή σκλήθρα που κάποτε είχε σφηνώσει στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του δασκάλου του, παίρνοντας θέση μάχης στο πρώτο τετράγωνο της δεύτερης σειράς. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα κι άλλοι μαύροι στρατιώτες άρχισαν να ξεπροβάλουν μέσα από το σακουλάκι και κατευθυνόμενοι με αξιοσημείωτη πειθαρχία να παίρνουν τις θέσεις τους κοντά στον συμπολεμιστή τους. Κάποιοι κρατούσαν λόγχες, άλλοι σπαθιά και άλλοι λιλιπούτεια τόξα και είχαν περασμένες στις πλάτες τους φαρέτρες σε μέγεθος δαχτυλήθρας που θύμισαν στον Ρούντρικ πως μετά το καθάρισμα, έπρεπε εσπευσμένα να μπαλώσει την τελετουργική κάπα του, εκείνη που του είχε χαρίσει η θεία του Ιμέλντα κι έμοιαζε με κουρτίνα από σπίτι ερασιτέχνη νεκρομάντη. Ανασήκωσε αηδιασμένος τις άκρες των χειλιών του και αναλογίστηκε το πόσο κόστιζε στην αυτοεκτιμησή του να υπακούει στις ανάγκες και τις απαιτήσεις εκείνης της γριάς-Άρπιας μόνο καιονο επειδή κάποτε τον είχε σώσει από βέβαιο θάνατο! Το σπίτι όπου ζούσε με τους γονείς του είχε παρασυρθεί από ένα ποτάμι λάβας που δημιούργησε μια δράκαινα στην προσπάθεια της να δείξει στα νεογέννητα μικρά της πως να πλένονται με ασφάλεια μέσα σε κρατήρες ηφαιστείων. Ο Ρούντρικ θα κατέληγε κι εκείνος κάτι περισσότερο από ψητός, αν δεν είχε φτάσει εγκαίρως η θεία Ιμέλντα που σαν γνήσια Άρπια δεν ενημέρωνε ποτέ για τις επισκέψεις της.

Ένας ανεπαίσθητος ήχος, σαν το χτύπημα της δαγκάνας του σκαθαριού πάνω σε κοπριά του τράβηξε την προσοχή. Οι μαύροι στρατιώτες είχαν παραταχθεί με κάθε επισημότητα στα μπροστινά τετράγωνα. Πίσω τους στις κατάλληλες θέσεις μπορούσε να διακρίνει τους ιππείς και τους παρατηρητές που πάνω στους πύργους τους τον κοιτούσαν αποδοκιμαστικά πίσω από τις πολεμίστρες έχοντας διπλωμένα μπροστά τα μπράτσα τους και χτυπώντας εκνευρισμένοι τα πόδια τους πάνω στα μικροσκοπικά πέτρινα πλακάκια της οροφής. Ο Ρούντρικ άκουσε τους βασιλικούς τρομπετίστες, ψέλλισε ένα απολογητικό συγγνώμη και στάθηκε πάνω από τη σκακιέρα, την ώρα ακριβώς που έφταναν υποβοηθούμενοι από μερικούς βαστάζους, ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Ο νεαρός μάγος θαύμασε τη λαμπρότητα των βασιλικών χρυσοποίκιλτων μανδύων τους και προσπάθησε να κρύψει τα νευρικά χαχανητά του, όταν είδε τους βαστάζους που μετέφεραν τη βασίλισσα να παραπατούν σχεδόν κάτω από το βάρος του πληθωρικού σώματος της που προεξείχε από όλες τις μεριές του παλανκίνου της. Παραδομένος στο γέλιο, σκούπισε μερικά δάκρυα από τα μάτια του και κοίταξε ξελιγωμένα προς τη μεριά τους, εισπράττοντας ένα αυστηρό «αχέμ» από την αυτού μεγαλειότητα τη βασίλισσα που τώρα είχε πάρει τη θέση της δίπλα στο σύζυγό της και τον κοιτούσε-όπως ολοι-ανυπόμονα.

Αναρωτήθηκε τι ακριβώς περίμεναν από εκείνον, όταν είδε το βασιλιά να σηκώνει το χέρι του και να δείχνει προς την κατεύθυνση του δεύτερου πουγγιού. Σε μια άκρως σπάνια και συγκινητική στιγμή για τον εγκέφαλο του, ένα κυματάκι φαιάς ουσίας τον έκανε να φτάσει στο θαυμαστό συμπέρασμα πως προκειμένου να ξεκινήσει ένας σκακιστικός αγώνας, θα έπρεπε να είναι παραταγμένοι και οι δύο αντίπαλοι! Το χέρι του κινήθηκε εξίσου αστραπιαία με τη σκέψη του και έσπευσε να στήσει στην αντίθετη πλευρά της σκακιέρας τα ανοιχτόχρωμα πιόνια.

Αυτά ήταν σκαλισμένα με την ίδια καταπληκτική λεπτομέρεια και διέφεραν μόνο ως προς το χρώμα τους αλλά και ως προς αυτά που φορούσαν. Ήταν φτιαγμένα από διάφανη χαλαζία και οι μορφές τους συμπληρώνονταν από μικρά, στρογγυλά κομμάτια από αμέθυστο και ζαφείρι. Τα ρούχα τους ήταν πιο απλά ραμμένα, χωρίς ιδιαίτερη δεξιοσύνη και δίχως το παραμικρό ίχνος πολυτέλειας. Πάνω στα κεφάλια τους είχαν στεφάνια από φύλλα, βελανιδιά και καρπούς του δάσους, ενώ κάποιοι φιλοξενούσαν στους ώμους τους σκίουρους και πτηνά που φορούσαν μικρούς θώρακες. Τα όπλα τους ήταν απλές λόγχες με πέτρινες αιχμές αλλά και φυσοκαλαμα μέσα από τα οποία εκτόξευαν μικρα-κατά πάσα πιθανότητα δηλητηριώδη-αγκάθια. Όταν παρατάχθηκαν με τη σειρά τους στις γραμμές του αντίπαλου στρατοπέδου, έβγαλαν μια πολεμική ιαχή και κράτησαν σφιχτά τα όπλα τους, περιμένοντας το σύνθημα της επίθεσης.

Ο Ρούντρικ τα παρακολουθούσε μαγεμένος, όταν μια ασπροντυμένη μορφή ξεχώρισε από το πλήθος των λευκών πολεμιστών και στάθηκε στην πρώτη γραμμή. Ήταν μια αγέρωχη βασίλισσα που φορούσε στο κεφάλι της ένα στέμμα από πλεγμένα επιχρυσωμένα κλαδιά και κρατούσε ένα ανθισμένο ραβδί από άγρια τριανταφυλλιά. Κοίταξε εχθρικά τους βασιλιάδες του μαύρου στρατοπέδου και χτύπησε το ραβδί της με δύναμη πάνω στη σκακιέρα. Τα αγκάθια πάνω του μεγάλωσαν και κύρτωσαν απειλητικά. Κατόπιν οι στρατιώτες με τα φυσοκάλαμα, έσπευσαν να τα κόψουν προσεκτικά για να γεμίσουν τα θανατηφόρα όπλα τους.

Η ατμόσφαιρα είχε γίνει βαριά και ο αέρας γύρω του αποπνικτικός, από τη μαγική ενέργεια που εξέπεμπε το μυστηριώδες σκάκι και τα πολεμοχαρή πλην απίστευτα χαριτωμένα πιόνια του. Η ένταση κορυφώθηκε, όταν ένας από τους μικροσκοπικούς αυλικούς του μαύρου στρατοπέδου προχώρησε πέρα από τις γραμμές των στρατιωτών σε ένα από τα κεντρικά τετράγωνα κι αφού φύσηξε μια τρομπέτα, ανακοίνωσε με σεντόρια φωνή που θα τη ζήλευε κάθε κουνούπι του Μαύρου Βάλτου την έναρξη της μάχης. Έπειτα τα μάτια όλων στράφηκαν στον Ρούντρικ, ο οποίος κατάλαβε εν τέλει μετά από κάμποσα αγωνιώδη δευτερόλεπτα πως ήταν εκείνος που θα έπρεπε να κάνει την πρώτη κίνηση.

Άπλωσε το χέρι του για να πιάσει έναν από τους λευκούς πολεμιστές κι αμέσως εισέπραξε ένα χτύπημα από το λιλιπούτειο τόξο του κι ένα οργισμένο βλέμμα από τον ίδιο. Την ίδια στιγμή το χέρι του τοξοβόλου έδειξε προς το αντίπαλο στρατόπεδο κι έτσι ο Ρούντρικ έπιασε πολύ απαλά έναν από τους μαύρους στρατιώτες και τον πέταξε σχεδόν στο αμέσως επόμενο τετράγωνο. Ο στρατιώτης σηκώθηκε, τον κοίταξε με μίσος και έκανε μια κίνηση σα να τακτοποιούσε τα ρούχα του. Μετά τράβηξε το σπαθί του και κοίταξε απέναντι ενώ το σώμα του ταλαντευόταν ελαφρώς δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να προετοιμάσει τους μύες του. Πριν προλάβει να αντιδράσει όμως, ένας από τους λευκούς καλαμοφόρους βγήκε μπροστά και με αστραπιαία ταχύτητα έστειλε ένα δηλητηριώδες αγκάθι προς το μόνο σημείο που άφηνε ακάλυπτο η πανοπλία του αντιπάλου του’ τα πλαϊνά του λαιμού του. Ο μαύρος πολεμιστής σωριάστηκε αμέσως κάτω χωρίς το παραμικρό βογκητό.

Related Articles