Ιστορίες

Βραχωρίτικοι Θρύλοι-Του διαβόλου η ματιά (ή της Βαγγελιώς το πάθημα)

Βραχωρίτικοι Θρύλοι-Του διαβόλου η ματιά (ή της Βαγγελιώς το πάθημα)

Προς τη Μεγάλη Χώρα, που κάποτε ήτανε ξακουστό και πλούσιο τουρκοχώρι, χάσκει στη μέση ενός βοσκοχώραφου σαν μαύρο στόμα μια πηγάδα παλιά, και χορταριασμένη. Τα βράδια πάνω στις πέτρες της φεγγίζει το μαυρόνερο από κάτω και το φως τον αστεριών φωτίζει το ξανθό κεφάλι της νεράιδας που βγαίνει από τα βάθη του και γελά μ’ ένα γέλιο που σου κόβει το αίμα.

Λίγοι διαβάτες τολμούν να περάσουν από το μέρος εκείνο μέσα στο σκοτάδι της νύχτας κι ακόμα λιγότεροι όταν το φεγγάρι λάμπει ολόγιομο. Εκείνες τις νύχτες το στοιχείο βγαίνει από το πηγάδι και κάθεται πάνω στις μαύρες πέτρες στο χείλος του. Δίπλα του ακουμπάει πάντα μια χτένα κι ένα λυχνάρι φαγωμένο από τη σκουριά και την υγρασία που καίει με μια πράσινη φλογίτσα.

Για κείνο το στοιχειό λένε πως ήταν κάποτε μια πανώρια κόρη, η Βαγγελιώ που αγάπησε ένα κλεφτόπουλο από το σόι των Βλαχοπουλαίων. Εκείνος λένε πως την ήθελε πολύ μα οι δικοί του πέσαν να τον φάνε σαν έμαθαν το τι και πώς. Γιατί βλέπεις θέλαν μια αρχοντοπούλα για νύφη με προικιά και απ’ όλα κι η κακομοίρα η Βαγγελιώ δεν είχε ούτε προσόψι δεύτερο να ακουμπήσει. Ο νέος όμως είχε βάλει αμέτι μουχαμέτι να την πάρει κι ας χάλαγε ο κόσμος. Της μήνυσε λοιπόν μ’ έναν παραγιό τους πως θα την περιμένει ένα βράδυ του Ιούνη πλάι στο πηγάδι. Κείνο το βράδυ είχανε γιορτή οι Τουρκαλβανοί του Ζαπαντιού. Ένας από τους προεστούς πάντρευε την κόρη του μ’ ένα νιο από καλή οικογένεια.

Φωτιές, φαγιά και κρασί, χορός και κουμπουριές πάνω στο μεθύσι. Τα νταούλια κι οι ζουρνάδες ανάβανε και το γλέντι κρατούσε ώρες και ώρες μέχρι που λαλήσανε τα πρώτα κοκόρια. Σαν ο ήλιος βγήκε είδε την πανώρια και το κλεφτόπουλο σφιχταγκαλιασμένους και λιγωμένους από τις ομορφιές του έρωτα.  Ήρθε η ώρα που ο νέος ανέβηκε στ’ άλογο για να φύγει. Της είχε υποσχεθεί βλέπετε πως θα πήγαινε την ίδια κιόλας μέρα να μιλήσει στους δικούς του και να κανονίσει τ’ αρραβωνιάσματα γρήγορα, γρήγορα. Μα η κακιά η ώρα το ‘θελε και όταν οι καλεσμένοι γυρνούσαν στα σπίτια τους, ένας από τους πρώτο-χορευτές τον γνώρισε, τον χαιρέτησε κι έκανε στ’ αστεία να τον μπουμπουνήσει-νόμισε πως δεν είχε πια άλλα βόλια μέσα το όπλο. Τον λάβωσε λοιπόν άσχημα στο μέρος της καρδιάς και μέχρι να φτάσει ο γιός στο σπίτι του ο Χάρος τόνε βρήκε και τον πήρε μαζί του πριν προφτάσει να χαρεί τα νιάτα του.

Τότε η μορφονιά έβγαλε μια κραυγή που σείστηκε ο τόπος όλος κι από την πίκρα της λένε πως από κείνη τη μέρα δεν ξαναμίλησε. Αμίλητη έτρωγε, αμίλητη δούλευε κι αμίλητη σαν ήρθε η ώρα γέννησε και το παιδί τους. Μόνο σαν το ακούμπησαν πάνω της είπε «το χρυσάφι τ’ ουρανού και τ’ ασήμια του νερού να έχει». Όταν το παιδί έφτασε τριών χρόνων η μάνα του έφυγε από το σπίτι κι ήρθε και έζησε κοντά στο πηγάδι σ’ ένα χαμόσπιτο από καλάμια που έστησε μόνη της κι ένα πρωί δεν ξαναφάνηκε πια. Βρήκαν μόνο το χτένι της να πλέει μέσα στα μαύρα νερά του πηγαδιού. Εκεί σέρνεται έξω από το νερό στη σκοτεινιά της νύχτας λευκή, λευκή σαν το κρίνο κι ανάβει το λυχναράκι της με τη φλογίτσα την πράσινη που άλλοι τη λένε του διαβόλου τη ματιά και περιμένει κάποιον διαβάτη να φανεί. Σαν τον καταλάβει αλλάζει λένε και παίρνει τη μορφή κάποιου εδικού του και τον ξεγελάει κι όταν εκείνος τη σιμώσει, σηκώνει τη φλογίτσα ίσα να τον φωτίσει λίγο, να δει το πρόσωπο του κι ύστερα τον στέλνει στο καλό. Ψάχνει λένε κείνον τον μουστερή που αδικοσκότωσε τον αγαπητικό της. Πάνω στα δόντια της χτένας μετρά τις ώρες, τις μέρες, τις βδομάδες, τα χρόνια μέχρι να τον βρει. Άμα τον βρει κακό που τον περιμένει. Κει μέσα στις πέτρες του πηγαδιού θα τον θάψει.

Το παιδί της ποτέ δεν το ξαναζήτησε. Κείνο μεγάλωσε κι έγινε άντρας μεγάλος και τρανός από τους λίγους μα δεν θα σας πω το όνομα του γιατί λένε πως την καλή του τύχη, η μάνα του η νεράιδα την έχει πλέξει και δεν κάνει να μιλάμε γι’ αυτά τα πράγματα που ο νους μας δεν μπορεί να τα λογαριάσει. Μόνο σαν θα μάθει να λογαριάζει το χρυσάφι τ΄ ουρανού και τ’ ασήμια του νερού.

 

Related Articles