Οι σκέψεις της διακόπηκαν απότομα από ένα δυνατό κρότο που την επανέφερε στο παρόν. Ανασηκώθηκε απότομα κι έσπρωξε πίσω την καρέκλα.
Ένα από τα παράθυρα, είχε ανοίξει διάπλατα κι ένα παγωμένο ρεύμα αέρα έσβησε με μιας τις αδύναμες φλόγες των κεριών. Έσφιξε πάνω της τις άκρες από τη μάλλινη εσάρπα που φορούσε κι έτρεξε να κλείσει το παράθυρο. Έπειτα, έβγαλε από την τσέπη της τα σπίρτα και άναψε το δεύτερο. Μια πλατιά κηλίδα φωτός, απλώθηκε μπροστά της καθώς άναβε ξανά τα κεριά. Κοίταξε πάλι το γυάλινο κουτί κι αυτή τη φορά σήκωσε αργά το βαρύ του καπάκι. Στο εσωτερικό του εκτός από τις εικόνες, βρήκε μερικά αποξηραμένα λουλούδια, ένα σταυρό από χαρτί, ένα μπουκαλάκι με αγιασμό κι ένα μικρό βιβλίο με τις πράξεις των αποστόλων που ήταν δεμένο με μια λωρίδα από μαύρο δέρμα. Το πήρε στα χέρια της και το περιεργάστηκε προσεκτικά, προσπαθώντας να μην τσαλακώσει τις εύθραυστες σελίδες του. Πάνω στη δερμάτινη λωρίδα, υπήρχαν χαραγμένα κάποια σύμβολα που δεν μπόρεσε ν’ αναγνωρίσει κι όταν προσπάθησε να λύσει τον κόμπο που τη συγκρατούσε δεν τα κατάφερε. Πήρε λοιπόν από την κουζίνα ένα μεγάλο ψαλίδι και τον έκοψε προσεκτικά. Άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο όταν ξαφνικά, διαπίστωσε ότι ήταν κούφιο! Κάποιος είχε κόψει ένα μέρος των σελίδων, δημιουργώντας ένα μικρό κενό στο εσωτερικό του. Μέσα στο μικρό κοίλωμα, είδε ένα μικροσκοπικό, υφασμάτινο σακουλάκι. Γύρω του υπήρχε τυλιγμένο ένα κομμάτι χαρτί στην εξωτερική πλευρά του οποίου, κάποιος είχε ζωγραφίσει με μαύρη μπογιά εφτά μικρούς σταυρούς. Στην άλλη πλευρά του μόλις που μπορούσε να διακρίνει κάτι που ήταν γραμμένο με μολύβι. Πλησίασε το χαρτί στο φως των κεριών και διάβασε: «Φύγε από εδώ Κικίμορα. Φύγε γρήγορα από το σπίτι μου γιατί θα σε κυνηγήσω με σιδερένια ραβδιά. Θα σου βάλω φωτιά. Θα ρίξω πάνω σου μαύρο ρετσίνι. Τα λόγια μου είναι ισχυρά και θα σε κρατήσουν μακριά για πάνω από έναν αιώνα». Μάλλον επρόκειτο για κάποιο από τα ξόρκια που τόσο αγαπούσαν οι μάγισσες που επισκέπτονταν τακτικά το σπίτι της προγιαγιάς της, σκέφτηκε και χαμογέλασε χλευαστικά, αναλογιζόμενη την ευπιστία και την αδυναμία των ανθρώπων εκείνης της εποχής να διακρίνουν το πραγματικό από το φαντασιακό. Παρατήρησε ενοχλημένη ότι το χέρι της έτρεμε ελαφρά καθώς έβγαζε το πουγκί από την κρυψώνα του. Ανασήκωσε αγανακτισμένη τα φρύδια της. Το ξόρκι της γιαγιάς είχε πετύχει το σκοπό του, το δίχως άλλο. Αλλά και το αδιαπέραστο σκοτάδι γύρω της, επιδρούσε ανάλογα στον ψυχισμό της, παρατήρησε ανατριχιάζοντας. Προσπαθώντας να ανακτήσει την ψυχραιμία της, πήρε μια βαθιά ανάσα και έλυσε τη μαύρη κλωστή. Αναποδογύρισε το μικρό πουγκί και άφησε το περιεχόμενο του να πέσει στη χούφτα της. Έπειτα πλησίασε το χέρι της προς το θαμπό φως των κεριών. Κρατούσε κάτι που έμοιαζε με αποξηραμένο φλοιό δέντρου. Ήταν γκρίζο, ξερό και στο ένα του άκρο διακρίνοντας τρεις μικρές μαύρες απολήξεις, σαν λεπτά κλαδάκια που με τη σειρά τους κατέληγαν επίσης σε κάτι σκληρό που έμοιαζε με…
Νύχια! Αναφώνησε έκπληκτη η Γιούλιγια και πέταξε μακριά το αηδιαστικό εύρημα της. Εκείνο κύλισε πάνω στο τραπέζι κι έπειτα έπεσε στο πάτωμα, ακριβώς πάνω σ’ εκείνη την καταραμένη την επιστολή του συμβολαιογράφου! Έκανε το σταυρό της και ψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή το πάτερ ημών. Μέσα στην αφύσικη σιωπή του δωματίου μπορούσε ν’ ακούσει καθαρά το αίμα να χτυπά μέσα στ’ αυτιά της. Πήρε στα χέρια της τα κεριά, έχωσε στην τσέπη της ζακέτας της το μπουκαλάκι με τον αγιασμό και ξεκίνησε να περπατά προς το σαλόνι προσπαθώντας να φτάσει την εξώπορτα. Ένας υπόκωφος ψίθυρος ακούστηκε και το σκοτάδι κατάπιε το δειλό φως των κεριών! Έβγαλε μια πνιχτή κραυγή κι έψαξε πανικόβλητη στην τσέπη της. Έσυρε μια φορά το σπίρτο στο πλάι του κουτιού μα εκείνο δεν άναψε. Σκούπισε το ιδρωμένο χέρι της πάνω στη φούστα της και προσπάθησε ξανά. Με τη δεύτερη προσπάθεια το σπίρτο άναψε και η Γιούλιγια συνειδητοποίησε με φρίκη ότι πάνω στη ταραχή της είχε πετάξει τα κεριά στο πάτωμα. Έσκυψε αργά για να τα πιάσει και ούρλιαξε από τρόμο! Στο αδύναμο φέγγος του σπίρτου μπόρεσε να διακρίνει την άκρη μιας χρωματιστής, κουρελιασμένης φούστας και ανάμεσα στις σκιές που έριχναν οι πτυχές της είδε ένα πόδι. Το κιτρινισμένο, σκασμένο δέρμα του ήταν πασαλειμμένο με αίμα ενώ το πάνω μέρος του κατέληγε σε τρία γαμψά δάχτυλα. Τα κοφτερά σπασμένα τους νύχια γυάλιζαν απειλητικά κάτω από τη μικρή, τρεμουλιαστή φλόγα. Η Γιούλιγια ένιωσε την αναπνοή της να σταματά, προσπάθησε να φωνάξει αλλά συνειδητοποίησε με τρόμο ότι δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε λέξη. Μπορούσε να αισθανθεί την βρωμερή ανάσα του πλάσματος στο πρόσωπο της αλλά δεν τολμούσε να σηκωθεί. Ξάφνου το τελευταίο σπίρτο έσβησε και μια στριγκή φωνή διαπέρασε το σκοτάδι: «είναι δικό μου», ψιθύρισε η Κικίμορα, ενώ τα χέρια της έψαχναν βιαστικά για το χαμένο της άκρο. Όταν κατάφερε να το βρει μια ανατριχιαστική κραυγή βγήκε από το στόμα της. «Που ‘ναι το σίδερο και που ‘ναι το ρετσίνι για να σε φυλάξουν από το θυμό μου κόρη;», φώναξε όλομοχθηρία στη Γιούλιγια. Εκείνη ψηλάφισε με την άκρη των δαχτύλων της το μπουκαλάκι με το αγιασμένο νερό. «Έχω κάτι καλύτερο για σένα!», είπε κι έριξε τρέμοντας το διαφανές υγρό στο πόδι του πλάσματος. Εκείνο ούρλιαξε από τον πόνο και ξεστόμισε θυμωμένο μερικές κατάρες, προτού εξαφανιστεί κάτω από το χαλί. «Μάτουσκα*», ψέλλισε αδύναμα η Γιούλιγια, προτού το σώμα της σωριαστεί στο παγωμένο πάτωμα.
Σκοτάδι. Ένας διαπεραστικός ήχος ξεκινούσε από τα βάθη του μυαλού της και πλημμύριζε τ΄ αυτιά της. Κάθε λεπτό που περνούσε, η ένταση του δυνάμωνε. Άνοιξε απότομα τα μάτια της και ανασηκώθηκε. Βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, κάθιδρη. Κοίταξε γύρω της και χαμογέλασε επιφυλακτικά. Ήταν μόνο ένα όνειρο, ένα κακό όνειρο, σκέφτηκε ανακουφισμένη. Το κουδούνι της εξώπορτας ήχησε γι’ ακόμη μια φορά. Έτρεξε ν’ ανοίξει κι έπεσε με φόρα στην αγκαλιά της αδερφής της που περίμενε στο κατώφλι. «Μα τι συνέβη Λίλια», τη ρώτησε εκείνη και τη χάιδεψε προστατευτικά στο κεφάλι. Η Γιούλιγια την έβαλε να καθίσει σε μια πολυθρόνα κι έπειτα άναψε το μάτι της κουζίνας για να ετοιμάσει λίγο τσάι. Καθώς έβγαζε από το ντουλάπι δυο φλυτζάνια, σκέφτηκε ότι μάλλον το πένθος την είχε επηρεάσει σε υπερβολικό βαθμό και κούνησε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά. Έβαλε το τσάι και τα φλυτζάνια σ’ ένα δίσκο, μα καθώς γύρισε για να τ’ αφήσει στο τραπέζι, είδε την αδερφή της να σηκώνει κάτι από το πάτωμα. Κάτι που έμοιαζε με ξερό κομμάτι από ξύλο! Το ουρλιαχτό της, κάλυψε ο ήχος από τα φλυτζάνια που θρυμματίστηκαν πάνω στα πλακάκια.
*Μητερούλα