«Κόκκινη κλωνά κλωσμένη,
Στην ανέμη τυλιμένη
Δως της κλώτσο να γυρίσει
Παραμύθι ν’ αρχινήσει…»
Εισαγωγή από το διήγημα «ο Αρχαιολόγος», του Ανδρέα Καρκαβίτσα.
Το λογοτεχνικό σύμπαν που έπλασε σαν άλλος Δημιουργός, ο Αντρέας Καρκαβίτσας είναι ένα από τα πιο γοητευτικά της παγκόσμιας συγγραφικής τέχνης και ακροβατεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στη σκληρή πραγματικότητα της Ελλάδας του 19ου αιώνα και το φαντασιακό στοιχείο. Το τελευταίο, καλλιεργήθηκε ανά τους αιώνες μέσα από τη θέληση των ανθρώπων για τη δημιουργία ενός λιγότερου σκληρού, πιο δίκαιου κόσμου που θα λειτουργούσε σαν ένα είδος «ψυχικού καταφυγίου». Μέσα από τις περίτεχνες πύλες αυτού του καταφυγίου, που πάντοτε γίνονταν φανερές μόνο μέσα από τα λόγια του εκάστοτε αφηγητή, ξεγλιστρούσαν οι φόβοι, οι αγωνίες και οι πόθοι των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Δεν είχαν όμως τη δική τους ακατανόητη μορφή, αλλά πάντα μεταμφιέζονταν σε κάτι άλλο, κάτι λιγότερο απτό και πιο γοητευτικό. Φορούσαν το μανδύα μιας άλλης πιο ιδιαίτερης και σκοτεινής υπόστασης που φόβιζε, παρηγορούσε και προξενούσε το θαυμασμό και το δέος. Έτσι οι μάγισσες, οι νεράιδες, τα τελώνια, οι καλικάντζαροι, οι γοργόνες, τα στοιχειά της θάλασσας και των δέντρων, δεν αποτελούσαν απλά μελανά αποτυπώματα στις σελίδες ενός παραμυθιού-το οποίο σήμερα θα καταχωνιάζαμε βιαστικά σε κάποια παιδική βιβλιοθήκη-αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της τότε καθημερινότητας που δεν μπορούσε να θεωρηθεί ολοκληρωμένη χωρίς της δική τους επιρροή που διαμόρφωνε χαρακτήρες και συνειδήσεις.
Μέσα από αυτό το σύντομο, αλλά ελπίζω απολαυστικό άρθρο, θα περιηγηθούμε στα λημέρια αυτών των όντων, όπως αυτά αποτυπώθηκαν με μοναδικό τρόπο από την πένα του Λεχαινιώτη συγγραφέα. Ας ξεκινήσουμε από τον ίδιο το τόπο καταγωγής του κι από το ταπεινό αλλά μυστηριώδες σπίτι μιας γιάτρισσας…
«Τα ζώα τα συρόμενα επί της γης και τα πτηνά τα διασχίζοντα τους αιθέρας’τα κολυμβώντα εις τα νερά και τα διαβιούντα εις τους βάλτους ή τα κουφώματα των δέντρων και τας σχισμάδας των πετρών’ πάντα τα ξύλα και τα φύλλα’ τους χυμούς και τα ρίζας και τους καρπούς’ τους ανέμους όλους’ τον ήλιον την σελήνην και τους αστέρας’ τους μαύρους της νυκτός πέπλους και τα μεσημβρινάς ώρας του καλοκαιριού’ όλα κατόρθωνε να τα καθυποτάσση η μάγισσα, να εξάγη κι από τα κακοποιά ακόμη αγαθά αποτελέσματα δια την ανθρωπότητα».
Λίγο πριν η σύγχρονη ιατρική επιστήμη καθιερωθεί ως αδιαμφισβήτητο μέσο θεραπείας και αποτελέσει μονόδρομο στο τομέα της περίθαλψης, ένα άλλο είδος, εναλλακτικής-όπως θα τη χαρακτηρίζαμε σήμερα-ιατρικής προσέγγισης είχε κερδίσει για πολλούς αιώνες την εμπιστοσύνη των κατοίκων της υπαίθρου. Παρότι σήμερα, αμφισβητούμε σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα των αμφιλεγόμενων μεθόδων τους, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Καρκαβίτσας, η παρουσία του «γόη» και της «γόησσας», δηλαδή των πρακτικών θεραπευτών της εποχής θεωρούταν αδιαμφισβήτητο κομμάτι της τοπικής κοινωνίας. Στα πολυάριθμα θεραπευτικά τους καθήκοντα συγκαταλέγονταν η αντιμετώπιση μιας πληθώρας ασθενειών ήπιας και σοβαρότερης μορφής αλλά και πολλών παθήσεων ορθοπεδικής φύσης όπως τα κατάγματα, τα σπασίματα και το στραμπούληγμα. Για τη θεραπεία του ασθενούς-της οποίας η διάρκεια καθοριζόταν από τη σοβαρότητα της κατάστασης του-οι πρακτικοί θεραπευτές χρησιμοποιούσαν μια πληθώρα βοτάνων και φυτικών σκευασμάτων, τα οποία συνδύαζαν με ορισμένα υλικά μάλλον καθημερινής χρήσης, όπως κερί μέλισσας, ξύδι, μουχλιασμένο ψωμί, ελαιόλαδο, καρβουνόσκονη, πράσινο σαπούνι, αυγό κ.α.
Η χορήγηση αυτών των ιδιότυπων μειγμάτων συνοδευόταν ενίοτε κι από τα αντίστοιχα θεραπευτικά ξόρκια τα οποία αποτελούσαν ένα συνδυασμό θρησκευτικών τελετουργικών ψαλμών και επικλήσεων προς τα ορατά και αόρατα πλάσματα και της δυνάμεις της φύσης, προκειμένου αυτά να συμβάλλουν συνδυαστικά στη ταχεία ανάρρωση του ασθενή. Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις ανθρώπων που θεωρούσαν το πάθημα τους αποτέλεσμα κάποιου κακεντρεχούς ξορκιού το οποίο είχε ως στόχο να πλήξει την υγεία και την ευημερία τους. Η «απομάκρυνση» οποιασδήποτε αρνητικής ενέργειας και σκέψης που ενδεχομένως να επιβάρυναν ακόμη περισσότερο την ψυχική ή σωματική υγεία του ασθενούς, ήταν επίσης καθήκον των θεραπευτών.
Τα παραπάνω και πολλά άλλα, συνθέτουν την ιδιαίτερη καθημερινότητα της γιάτρισσας, όπως αυτή πολύ εύστοχα αποτυπώνεται στο πρόσωπο και την ιδιοσυγκρασία της κυρά-Παγώνας στη νουβέλα «η Λυγερή». Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου διαπιστώνουμε την έντονη παρουσία του μεταφυσικού στοιχείου στην καθημερινότητα των κατοίκων των Λεχαινών, το οποίο ενσαρκωνόταν μέσα από τη δράση ορισμένων ιδιαίτερων ατόμων με ξεχωριστές ικανότητες. Εκτός λοιπόν από την μυστικιστική παρουσία της κυρά-Παγώνας, στη λογοτεχνική αποτύπωση της μικρής λεχαινιώτικης κοινωνίας, συναντάμε: τη γριά Ζωγάκαινα που ήξερε να λύνει και να δένει ξόρκια και σαν απόδειξη των ικανοτήτων είχε δεμένη στη ζώνη της μια αρμαθιά κλειδιά, τη θειά Κωνσταντινιά που θεράπευε τους ηλικιωμένους με τη δύναμη των βοτάνων, τον Πέτρο Νυχάκη, τον επονομαζόμενο και Ζούδιαρη που κατάφερνε να βγάζει από τους ανθρώπους τα ζούδια (βλ. ανήσυχα πνεύματα) και να τα καρφώνει στα δέντρα, το Μαστροθειοχάρη που ήξερε να χτίζει τους ίσκιους μέσα στα θεμέλια των νέων σπιτιών, την Ασήμω τη Μπραζερονύφη τη λεγόμενη και Ρίχτισσα η οποία όπως δηλώνει το προσωνύμιο της ήξερε να ρίχνει την τράπουλα υπό το φως των αστεριών και να μαντεύει τα μελλούμενα αλλά και τη Ρουχιτσοπούλα την Κεβή που μπορούσε να βλέπει τα στοιχειά και να συνομιλεί μαζί τους προς όφελος των συγχωριανών της. Όλες αυτές τις ξεχωριστές ιδιότητες κι άλλες πολλές συγκέντρωνε στο πρόσωπο της και η κυρά-Παγώνα η οποία κέρδισε την εμπιστοσύνη των κατοίκων της περιοχής, όταν κατάφερε να προστατέψει το χωριό και τους κατοίκους του από μια επιδημία ευλογιάς. Ο Καρκαβίτσας μας παραθέτει λεπτομερώς τη…συνταγή αυτής της επιτυχίας: «Έκραξεν σαράντα μονοστέφανες (ανύπαντρες γυναίκες) και τις έβαλε στην αυλή του σπιτιού της να κλώσουν βαμπάκι. Τρια ημερόνυκτα έκλωθαν το βαμπάκι κάτω από την άγρυπνον επιτήρησην και τον χείμαρρο των εξορκισμών της. Έπειτα εζήτησε κερί κίτρινο, παρμένο από σαράντα μελισσοκούβελα, εκέρωσε με αυτό τις κλωστές και μιαν σκοτεινήν νύχτα μόνη της έζωσεν απ’ έξω την κωμόπολιν κι έδεσε τον κόμπον εις την εκκλησίαν του αγίου Δημητρίου, του πολιούχου. Η ζώνη εκείνη εμπόδισε την αρρώστεια να εισέλθη εις την κωμόπολιν».
Οι ικανότητες της γριάς γιάτρισσας, όμως δεν περιορίζονταν στη θεραπεία και την πρόληψη των ασθενειών. Φαίνεται πως διέθετε την αξιοθαύμαστη δύναμη που της επέτρεπε να ξεπερνά τα σκιώδη πέπλα της λογικής που συνήθως καθορίζουν τα όρια των ανθρώπινων αισθήσεων και να αντιλαμβάνεται την πολύχρωμη παρουσία των αόρατων δυνάμεων αυτού του κόσμου. Το παραπάνω επιβεβαιώνεται από τη συνάντηση της με μια αινιγματική γυναικεία παρουσία κατά τη διάρκεια μιας σύντομη επίσκεψης της στη τοποθεσία Μπάστα (σημερινοί Αγ. Θεόδωροι), όπου πήγαιναν συχνά οι γυναίκες του χωριού για να πλύνουν τα ρούχα τους και να ξεφύγουν για λίγο από τα αυστηρά όρια που τους επέβαλαν τα ήθη της εποχής. Σύμφωνα με το κείμενο, οι γυναίκες έφτασαν εκεί γύρω στα χαράματα και συνέχισαν να δουλεύουν μέχρι το μεσημέρι. Η γριά-Παγώνα τις προειδοποίησε να σταματήσουν τη δουλειά τους, καθώς σύμφωνα με την παράδοση εκείνη την ώρα κυκλοφορούσαν στη γη τα στοιχειά και θα μπορούσαν εύκολα να τις βρουν και να τις τιμωρήσουν για την αναίδεια τους. Εκείνες δεν υπάκουσαν στις νουθεσίες της ηλικιωμένης αλλά συνέχισαν να δουλεύουν με ζήλο. Η γιάτρισσα θέλοντας ν’ αποφύγει έστω η ίδια, κάποια…ατυχή, μεταφυσική συνάντηση αποφάσισε να επιστρέψει στο σημείο όπου βρίσκονταν τα πράγματα των γυναικών. Πάνω στα κλαδιά ενός πλατάνου κάποια από αυτές είχε δέσει και το νεογέννητο παιδί της. Μόλις λοιπόν έφτασε εκεί είδε μια νεράιδα, ψηλή με αριστοκρατική κορμοστασιά, μαλλιά ξανθά και μακριά που σχεδόν σέρνονταν στο χώμα και ρούχα κατάλευκα να κρατά το παιδί στα χέρια της και να το νανουρίζει. Στους στίχους από το νανούρισμα της η έμπειρη γιάτρισσα αναγνώρισε τις ιδιότυπες οδηγίες, για τη δημιουργία ενός μαγικού φυλακτού που θα προστάτευε το μωρό από οποιαδήποτε ασθένεια κι έσπευσε φυσικά να πληροφορήσει σχετικά τη μητέρα του!
Αυτά και άλλα πολλά ήταν τα μυστικά και φανερά κατορθώματα της κυρά-Παγώνας, την οποία θ’ αποχαιρετήσουμε προσωρινά για να κατευθυνθούμε στις ακτές του Βόλου και ν’ αναζητήσουμε, το θρυλικό Γιούσουρι!
«Ἐκεῖνοι ποὺ τὸ πρωτοεῖδαν ἔσβησαν ἀπὸ τὴ θύμηση τῶν ἀνθρώπων τώρα. Ἐκεῖνοι ποὺ ὀνειρευτῆκαν νὰ τὸ κόψουν, κοιμοῦνται ἀξύπνητα στὴ γῆ ἢ καὶ στὰ βάθη τῆς θάλασσας. Ἐκεῖνοι ποὺ πῆγαν γυρεύοντάς το, δὲ δευτέρωσαν τὸ σκοπό τους».
Το γιούσουρι, ή μαύρο κοράλλι είναι ένα από τα πιο ιδιαίτερα και όμορφα πλάσματα της θάλασσας, που εδώ και αιώνες χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων καθημερινής χρήσης. Παλαιότερα η ανεύρεση του αποτελούσε σχεδόν αποκλειστικά αρμοδιότητα των σφουγγαράδων που μάλιστα το θεωρούσαν σπάνιο και πολύτιμο εύρημα, αφού μπορούσαν να το μεταπουλήσουν σε αρκετά υψηλή τιμή.
Ένα από αυτά τα θαυμαστά κοράλλια, αντιπροσωπεύει κατά κάποιο τρόπο τον κεντρικό «ήρωα», του ομώνυμου διηγήματος του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται απλά για ένα ακόμη θαλάσσιο «θησαυρό» που παραδίδεται εύκολα στις άπληστες επιδιώξεις των ανθρώπων. Όχι! Το κοράλλι αυτό είναι ένα…ζόρικο πλάσμα, θρυλικών διαστάσεων που έχει οδηγήσει στο θάνατο τους εκατοντάδες ναυτικούς που επεδίωξαν τα το αποσπάσουν από το υδάτινο βασίλειο του. Η ηλικία του είναι αδιευκρίνιστη αν και περιγράφεται σαν ένα από τα αρχαιότερα πλάσματα της θάλασσας. Τα θεόρατα άκρα του στολίζαν τα κόκαλα των άτυχων ψαράδων και σφουγγαράδων που έρχονταν αντιμέτωποι μαζί του και τολμούσαν να διαταράξουν τον γαλήνιο ύπνο, αυτού του μυθικού γίγαντα. Άλλοι έλεγαν πως μπορούσε να επηρεάζει τον καιρό αλλά και τα θαλάσσια ρεύματα, δημιουργώντας τεράστιες ρουφήχτρες με μια αναπνοή του!
Οι ιστορίες γι’ αυτό και για την τρομακτική αλλά γοητευτική του παρουσία, γεμίζουν την καθημερινότητα των ανθρώπων και στοιχειώνουν τα όνειρα τους. Ανάμεσα τους κι ένας νεαρός ναυτικός που δεν έχει άλλη επιθυμία από το να βρει και να πάρει μαζί του το τεράστιο κοράλλι. Όταν τελικά, κατά τη διάρκειά ενός ταξιδιού του μ’ ένα σφουγγαράδικο, θα έρθει αντιμέτωπος με το θρυλικό ον, θα έρθει αντιμέτωπος με τους χειρότερους εφιάλτες του. Το γιούσουρι, θα πολεμήσει τον επίδοξο καταστροφέα του με όλα τα μέσα και τη σοφία που διαθέτει και σχεδόν θα τον κατατροπώσει. Το πείσμα όμως και η ανθρώπινη θέληση θ’ αποδειχτούν πολύ πιο ισχυρά όπλα κι έτσι ο νέος θα καταφέρει να ξεριζώσει και να φέρει μαζί του στην επιφάνεια το θεόρατο ον, με σκοπό να το κρατήσει και να το παρουσιάσει σαν «ζωντανό» έπαθλο στους κατοίκους του τόπου του. Όμως οι ματαιόδοξες ονειροπολήσεις του θα χαθούν με το πρώτο φως του ήλιου, όταν θα διαπιστώσει ότι το γιούσουρι, το οποίο ο ίδιος είχε δέσει στην πρύμνη του πλοίου με το οποίο ταξίδευε, δεν βρίσκεται πια εκεί. Είχε χαθεί και πάλι στα βάθη της θάλασσας κι είχε διεκδικήσει ξανά τη θέση του στα σύνορα του άπιαστου και του θαυμαστού…
Αυτά τα σύνορα θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε για άλλη μια φορά σε αυτό το άρθρο, συνεχίζοντας το ταξίδι μας για να συναντήσουμε προς το τέλος του τα τελώνια των θαλασσών!
«Στὰ κατάρτια της ψηλά, στοὺς φλόκους, στὰ πινά, στὶς στραλιέρες τὰ Τελώνια ἔπαιζαν τὸ ὠχροκίτρινο φῶς τους. Καὶ ὁλόγυρα οἱ ἀστραπὲς καδένες ἔσχιζαν τὸ κατάμαυρο χάος, σὰν νὰ ἔστηναν φλογερὸ σύνορο στὸ δρόμο μας».
Το σκοτάδι της νύχτας αγκαλιάζει τον ορίζοντα και τα κύματα της θάλασσας λάμπουν κάτω από το χλωμό φως των αστεριών. Στο έρημο κατάστρωμα επικρατεί μια ασυνήθιστη ησυχία που διακόπτεται μόνο από το ανάλαφρο γρύλισμα του σκύλου του καραβιού. Μια περίεργη κιτρινωπή λάμψη φωτίζει την άκρη της πλώρης. Σαν φλόγα χωρίς σώμα. Στο σιωπηλό κάλεσμα της ανταποκρίνονται και άλλες μικρότερες και μεγαλύτερες λάμψεις που στέκουν πάνω από το κατάστρωμα σαν ιπτάμενα φαναράκια. Είναι τα τελώνια των θαλασσών, οι οδηγοί των ψυχών των αδικοχαμένων ναυτικών και οι προάγγελοι της καταιγίδας.
Τα τελώνια στοιχειώνουν τη ζωή των ηρώων του ομώνυμου διηγήματος του Ανδρέα Καρκαβίτσα κι εκείνοι μεταχειρίζονται κάθε είδους μέσο για να τα αναγκάσουν να φύγουν και να μην καταδικάσουν στο χαμό αυτούς και το καράβι τους. Χρησιμοποιούν όλα τα μεταλλικά σκεύη και αντικείμενα του καραβιού, τα οποία χτυπούν με μανία προκειμένου να ξορκίσουν κατά κάποιο τρόπο με το θόρυβο την ανίερη παρουσία τους. Αν αυτό δεν πετύχει τότε, επιστρατεύεται η εικόνα του άγιου του οποίου το όνομα φέρει το πλοίο. Σε περίπτωση ου ούτε αυτό έχει κάποιο αποτέλεσμα, οι ναύτες θα πρέπει να κουβαλήσουν στο κατάστρωμα το μυστικό τους όπλο που δεν είναι άλλο από ένα…θηλυκό γουρούνι! Η παράδοση θέλει το συμπαθές, ευτραφές θηλαστικό ν’ αποτελεί το φόβο και το τρόμο των θαλάσσιων υπερφυσικών πλασμάτων και πνευμάτων καθώς θεωρούταν ότι το γρύλισμα του τα έτρεπε σε φυγή. Φυσικά η σύγχρονη επιστήμη ενδεχομένως να διατηρήσει τις επιφυλάξεις της ως προς την αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου μέτρου προστασίας, όμως οι ναυτικοί εκείνης της εποχής δίσταζαν να ξεκινήσουν το ταξίδι τους χωρίς την παρουσία αυτού του ιδιότυπου «συνεπιβάτη».
Κωμικές ή τραγικές, ή κωμικοτραγικές, οι συνήθειες και οι πεποιθήσεις των προηγούμενων αιώνων και των προηγούμενων γενεών, συνυπάρχουν αρμονικά με τη σύγχρονη καθημερινότητα, μέσα από τις λογοτεχνικές διαδρομές που σχεδίασε με αδιαμφισβήτητη μαεστρία ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, σαν ένας γνήσιος εξερευνητής του παραδοσιακού και του παράδοξου. Μας περιμένουν πάντα να τις ανακαλύψουμε ή να τις επισκεφθούμε ξανά και να βρούμε σε αυτές, σαν άλλοι ναυτικοί κι εμείς, το απάγκιο που όλοι αναζητούμε όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αβεβαιότητα και το φόβο μιας εποχής γεμάτης ιδιοτροπίες…
Πηγές:
Καρκαβίτσας, Ανδρέας. Η Λυγερή. Εστία, 2007
Καρκαβίτσας, Ανδρέας. Τα λόγια της πλώρης. Ειδική έκδοση για την εφημερίδα Τα Νέα, 2010