Άρθρα

Οι άγνωστες «Βαλκυρίες» της Ρωσίας

Οι άγνωστες «Βαλκυρίες» της Ρωσίας

Τότε θ’ ακούσεις τον κεραυνό. Να με θυμηθείς.

Να πεις, «εκείνη αποζητά τις καταιγίδες».

Όλος ο κόσμος θα έχει το χρώμα της πορφυρής πέτρας

Και η καρδιά σου, όπως τότε, θα γίνει ξανά μια φωτιά.

Απόσπασμα από το ποίημα «Κεραυνός» της Άννα Αχμάτοβα.

 

Το Δεκέμβριο του 2019, σε μια περιοχή στη νοτιοδυτική Ρωσία, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τον ομαδικό τάφο τεσσάρων γυναικών. Όπως αποδείχθηκε από τις νεκρικές προσφορές που τις συνόδευαν στο τελευταίο τους ταξίδι, οι γυναίκες ανήκαν στη φυλή των Σκύθων. Η μεγαλύτερη από αυτές ήταν σαράντα πέντε ετών, η μικρότερη μόλις δώδεκα ή δεκατριών και οι αρχαιολόγοι είναι πεπεισμένοι ότι θα πρέπει κατά πάσα πιθανότητα να σκοτώθηκαν κατά την απώθηση μιας εχθρικής εισβολής ή κατά τη συμμετοχή τους σε κάποια σφοδρή μάχη. Το τελευταίο αυτό σενάριο βασίζεται ως επί το πλείστον, στην ιστορικά τεκμηριωμένη, πολεμική κατάρτιση των γυναικών αυτού του λαού, οι οποίες όχι μόνο συνόδευαν ως εμπροσθοφυλακή και οπισθοφυλακή το τακτικό στρατό των ανδρών αλλά συμμετείχαν πάντοτε ενεργά και στη μάχη. Οι πολεμικές συνήθειες και η δυναμική παρουσία στο πεδίο της μάχης, των γυναικών των Σκύθων αποτέλεσε έμπνευση για τη δημιουργία του γοητευτικού κόσμου των Αμαζόνων, ο οποίος μετά την παραπάνω αρχαιολογική ανακάλυψη, φαντάζει όλο και πιο απτός.

 

Πέρα από την παρουσία των αρχαίων αυτών ηρωϊδων, η ρωσική λαογραφία έρχεται να αναδείξει κάποιες από τις πλέον εμβληματικές μορφές πολεμιστριών, οι οποίες έδρασαν κυρίως κατά την περίοδο του Μεσαίωνα. Εκείνη την εποχή, η Ρωσία μαστιζόταν από εξωτερικές και εσωτερικές διαμάχες, που απειλούσαν τόσο τους κατοίκους της όσο και την ίδια την πολιτισμική της συνοχή. Μέσα σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον, λοιπόν η φαντασία, η ανάγκη για μια ασφαλή καθημερινότητα, αλλά και η δυναμική σε όλα τα επίπεδα παρουσία των γυναικών της Ρωσίας βοήθησαν στο να «γεννηθούν» αυτά τα εμβληματικά αρχέτυπα. Ας τις γνωρίσουμε όμως μια, μια ξεκινώντας από την πιο θρυλική όλων τους: τη Μαρία Μόριεβνα.

Σύμφωνα με το ομώνυμο παραμύθι, η Μαρία Μόρεβνα ήταν μια ικανότατη στρατηλάτης και πολεμίστρια η οποία είχε επάξια κερδίσει το θαυμασμό και το σεβασμό του λαού και των στρατιωτών της. Η μόνη αναφορά που έχουμε ως προς τα κατορθώματα της εντοπίζεται στο προαναφερθέν παραμύθι, όταν ο δεύτερος βασικός ήρωας της ιστορίας και μελλοντικός της σύζυγος, τσαρέβιτς (πρίγκιπας) Ιβάν, κατά την περιπλάνηση του βρίσκει τα νεκρά σώματα χιλίων πολεμιστών. Όταν λοιπόν ζητά να μάθει ποιος ήταν υπεύθυνος για εκείνη τη σφαγή, «ένας στρατιώτης που είχε ακόμη μέσα του λίγη ζωή του λέει: αυτοί οι χίλιοι τολμηροί πολεμιστές, τσαρέβιτς, νικήθηκαν από τη Μαρία Μόριεβνα την κόρη τριών μανάδων, εγγονή έξι γιαγιάδων, αδερφή εννιά αδερφών, την όμορφη κόρη του τσάρου». Η συνέχεια της συγκεκριμένης ιστορίας είναι αρκετά συναρπαστική, καθώς η ηρωϊδα αιχμαλωτίζεται από τον αθάνατο μάγο Κασέι και ο Ιβάν αναλαμβάνει να τη σώσει θυσιάζοντας σχεδόν τη ζωή του για να επιτύχει τη σωτηρία της.

Μια ακόμη θηλυκή παρουσία, συνώνυμη της δύναμης και του θάρρους είναι εκείνη της Ζλατογκόρκα Βιέβνα. Η μοίρα της υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένη με εκείνη του Ντάζμπογκ, του γιού του θεού του κεραυνού Περούν. Ο θρύλος μας παρουσιάζει την πρώτη τους συνάντηση ως αρκετά σφοδρή και μάλλον…ντροπιαστική για τον ίδιο το Ντάζμπογκ, ο οποίος συνάντησε την τρομερή πολεμίστρια την ώρα που διέσχιζε ένα πλατύ χωράφι. Μόλις την είδε σκέφτηκε να βγάλει το σπαθί του και να δοκιμάσει τις πολεμικές της ικανότητες, όταν όμως χτύπησε την κοπέλα εκείνη όχι μόνο δεν κατάλαβε τίποτα αλλά αποκρίθηκε στο γιο του θεού του κεραυνού με το μάλλον υποτιμητικό σχόλιο: «Χμμμ...Νόμισα ότι με τσίμπησε κάποια μύγα, αλλά εσύ μοιάζεις με πολεμιστή». Έπειτα τον άρπαξε, τον έκλεισε μέσα σε ένα κρυστάλλινο κουτί και τον κλείδωσε. Αφού ταξίδεψαν έτσι για τρεις μέρες και τρεις νύχτες, η Ζλατογκόρκα απελευθέρωσε τελικά το Ντάζμπογκ, απειλώντας τον πως θα τον σκοτώσει εάν δεν την παντρευόταν! Φυσικά ο τελευταίος ενέδωσε στον…εκβιασμό κι έτσι  οι δυο νέοι παντρεύτηκαν με τις ευλογίες των θεών και πράγματι έζησαν ευτυχισμένοι. Η ευτυχία τους όμως δεν κράτησε πολύ καθώς το τέλος της σημαδεύτηκε από ένα περίεργο περιστατικό. Καθώς διέσχιζαν τα βουνά της Αρμενίας, βρήκαν έναν παράξενο τάφο πάνω στον οποίο υπήρχε η εξής επιγραφή: «Αυτός που θα ξαπλώσει εδώ, θα μείνει εδώ με τη θέληση της Μοίρας». Η Ζλατογκόρκα πρότεινε στον Ντάζμπογκ να τον δοκιμάσει, όμως ο τάφος ήταν πολύ μικρός κι έτσι μετά από λίγο πήρε εκείνη τη θέση του μέσα στο πέτρινο κοίλωμα, στο οποίο χώρεσε σα να προοριζόταν γι’ αυτή. Κατόπιν, είπε στο Ντάζμπογκ να τοποθετήσει το σκέπασμα του τάφου κι όταν εκείνος το έκανε, διαπίστωσε δυστυχώς ότι δεν μπορούσε πια να το απομακρύνει. Έτσι η Ζλατογκόρκα ζήτησε από τον άντρα της να ταξιδέψει μέχρι το βασίλειο του πατέρα της και να του ζητήσει τη συγχώρεση του για την πράξη της και τον πρόωρο θάνατο της. Όταν ο πιστός Ντάζμπογκ επέστρεψε με τη συγχώρεση του βασιλιά, η Ζλατογκόργκα μπόρεσε ν’ αναπαυτεί για πάντα κι εκείνος χάραξε πάνω στον τάφο της τα παρακάτω λόγια: «Εδώ αναπαύεται η Ζλατογκόρκα Βίεβνα με την επιθυμία της μητέρας της Μόκος (της θεάς της Μοίρας) και του θεϊκού Ροντ (του κοσμικού πνεύματος της δημιουργίας)».

H Ζλατογκόρκα Βίεβνα δεν υπήρξε η μόνη που στάθηκε κάτι παραπάνω από αντάξια του ικανού πολεμιστή συζύγου της. Όπως αναφέρεται στις μπιλίνα-τα ηρωϊκά έπη των Ρώσων- πολύ από τους γενναίους μπαγκάτιρ, των οποίων τα κατορθώματα ήταν εφάμιλλα εκείνων των ιπποτών της Δυτικής Ευρώπης υπήρξαν παντρεμένοι με αντίστοιχα ευφυείς και δυναμικές γυναίκες, τις παλιένιτσι οι οποίες μάλιστα πολλές φορές κατάφερναν να τους γλυτώσουν από πολύ μεγάλους μπελάδες! Τρανταχτό της παραπάνω κατάστασης αποτελεί ο γάμος του βογιάρου του Τσέρνιγκαφ Σταβρ με τη Βασιλίσα Μικούλισνα, την κόρη του επίσης ένδοξου μπαγκάτιρ Μικούλα Σελιανίναβιτς. Σε κάποιο από τα ταξίδια του, ο ξακουστός βογιάρος παραβρέθηκε σε μια γιορτή όπου άρχισε απρόσκοπτα να εκθειάζει την εξυπνάδα, τις πολεμικές ικανότητες και την ομορφιά της γυναίκας του. Τόλμησε μάλιστα να συγκρίνει τις αμέτρητες ικανότητες της με αυτές του πρίγκιπα Βλαδίμηρου και τον στρατιωτών το και ως αποτέλεσμα φυλακίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Όταν η Βασιλίσα έμαθε τα σχετικά με τη φυλάκιση του άντρα της, κατέστρωσε ένα πραγματικά πανούργο σχέδιο. Έκοψε τις μακριές κοτσίδες της και μεταμφιέστηκε σε πρίγκιπα των Τατάρων. Έπειτα οδήγησε τους επίσης μεταμφιεσμένους στρατιώτες της στο Κίεβο και απαίτησε να της αποδοθεί ένα μεγάλο ποσό σαν φόρος αλλά και το χέρι της πριγκίπισσας σε γάμο. Η εν λόγω πριγκίπισσα υποπτεύθηκε άμεσα πως ο «νέος» δεν ήταν καν άντρας και εξέφρασε τις αμφιβολίες της στον πατέρα της, τον πρίγκιπα Βλαδίμηρο. Εκείνος ωθούμενος από την επιμονή της επέβαλε στον επίδοξο γαμπρό του μια σειρά από δοκιμασίες κατά τις οποίες εξέτασε τη δύναμη, τη γενναιότητα και την ευφυϊα του. Αφού η Βασιλίσσα-Τάταρος αρίστευσε σε όλες ο Βλαδίμηρος ήταν πλέον αναγκασμένος να της παραχωρήσει το χέρι της κόρης του. Κατά τη διάρκεια του γαμήλιου γλεντιού όμως ο «γαμπρός» καθόταν σκεπτικός και δεν μιλούσε σε κανέναν. Βλέποντας αυτή του την αντίδραση και ενθυμούμενος ότι ο βογιάρος Σταβρ ήταν εξαιρετικός μουσικός, ο Βλαδίμηρος κάλεσε το φυλακισμένο να παίξει μουσική προς τιμήν των νεονύμφων. Όταν ο Σταβρ είδε το νεαρό Τάταρο, αναγνώρισε αμέσως στα χαρακτηριστικά του αυτά της γυναίκας του κι εκείνη αναγκάστηκε να αποκαλυφθεί. Εντέλει ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος παραδέχτηκε ότι τα όσα είχαν ειπωθεί σχετικά με τις ικανότητες της Βασιλίσα ήταν φυσικά ακριβή.

Η αδερφή της Βασιλίσα Μικούλισνα, η Ναστάζια Μικούλισνα υπήρξε επίσης μια γυναίκα που δεν υπολειπόταν ούτε σε δύναμη αλλά ούτε σε εξυπνάδα, του συζύγου της Ντομπρίνια Νικίτιτς, έναν από τους τρεις θρυλικούς πολεμιστές των μπιλίνα (Ιλία Μούραμετς, Ντομπρίνια Νικίτιτς και Αλιόσα Πόποβιτς). Ο Ντομπρίνια έγινε γνωστός λόγω της τόλμης που επέδειξε κατά τη νικηφόρα μάχη του με το Ζμέι Γκαρίτσιν, έναν τρομερό δράκο που καταδυνάστευε τις ορεινές περιοχές της Ρωσίας. Καθώς λοιπόν επέστρεφε στην πόλη του μετά από αυτή τη δύσκολη μάχη, συνάντησε τη μελλοντική του σύζυγο Ναστάζια, η οποία τον προκάλεσε σε μονομαχία και τον νίκησε. Σα να μην έφτανε αυτό, τον άρπαξε από το κεφάλι αναγκάζοντας τον να κατέβει από το άλογο του και τον έκρυψε μέσα στην τσέπη της! Αργότερα όταν τον έβγαλε από την ασυνήθιστη κρυψώνα του και κρίνοντας ότι ήταν αρκετά όμορφος αποφάσισε να τον παντρευτεί. Σύμφωνα με μια παραλλαγμένη εκδοχή του θρύλου, ενώ οι δυο τους ήταν ήδη παντρεμένοι, ο Ντομπρίνια κλήθηκε να συμμετάσχει σε μια διαπραγματευτική αποστολή προς τη Μεγάλη Ορδή (τον πυρήνα του νομαδικού βασιλείου των Τατάρων). Μετά την εικοσάχρονη απουσία του η Ναστάζια έλαβε ένα μήνυμα που αφορούσε το βίαιο θάνατο του. Ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος την πίεσε να ξαναπαντρευτεί, αυτή τη φορά με τον μικρότερο από τους ξακουστούς ήρωες, τον Αλιόσα Πόποβιτς. Εκείνη δέχτηκε διστακτικά, όμως κατά τη διάρκεια της γαμήλιας προετοιμασίας ο Ντομπρίνια επέστρεψε για να ξανασυναντήσει τη σύζυγο του και να ζήσει μαζί της μέχρι τα βαθιά του γεράματα.

Για το τέλος προτίμησα να αναφερθώ στην δραματικότερη ίσως δυναμική, γυναικεία παρουσία των μπιλίνα, τη Ναστάζια Κορολέβισνα. Όταν ο Ντουνάι Ιβάνοβιτς ο μελλοντικός της σύζυγος και ο Ντομπρίνια Νικίτιτς ταξίδεψαν στη Λιθουανία ως απεσταλμένοι του πρίγκιπα Βλαδίμηρου για να κανονίσουν τους γάμους του με την Απράξα, την κόρη του Λιθουανού βασιλιά, ο πρώτος όντας αρκετά παθιασμένος και αυθόρμητος χαρακτήρας προσέβαλε το βασιλιά με αποτέλεσμα εκείνος να τον φυλακίσει. Αποφασισμένος να απελευθερώσει το φίλο και συμπολεμιστή του, ο Ντομπρίνια συγκέντρωσε ένα μεγάλο σώμα στρατού και προέλαυσε προς τη Λιθουανία κατορθώνοντας πράγματι να ελευθερώσει το Ντουνάι αλλά και να επαναδιεκδικήσει το χέρι της πριγκίπισσας Απράκσα για λογαριασμό του πρίγκιπα Βλαδίμηρου. Η Απράκσα είχε μια μεγαλύτερη αδερφή, τη Ναστάζια την οποία ο Ντουνάι θαύμαζε και είχε προσπαθήσει να προσεγγίσει θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή. Παρόλα αυτά όταν επέστρεψε για να συνοδεύσει την πριγκίπισσα Απράκσα στο Κίεβο, φάνηκε πως το ενδιαφέρον του προς τη Ναστάζια είχε εξασθενίσει. Εκείνη θύμωσε τόσο πολύ που αποφάσισε να τον προκαλέσει σε μονομαχία. Μεταμφιέστηκε λοιπόν σε ιππότη και τον συνάντησε στο δρόμο για το Κίεβο. Ο Ντουνάι αποδέχτηκε την πρόκληση και τη νίκησε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Καθώς όμως έβγαζε από τη θήκη το μαχαίρι του για να την αποτελειώσει, την αναγνώρισε. Εντυπωσιάστηκε τόσο από το δυναμισμό και το πείσμα αυτής της μοναδικής γυναίκας, ώστε της πρότεινε να ταξιδέψει μαζί του στο Κίεβο και να τον παντρευτεί. Η Ναστάζια φυσικά δέχτηκε κι έτσι οι δυο τους έζησαν μαζί για αρκετά χρόνια.

Ήρθε η στιγμή να αποχαιρετίσουμε προσωρινά τις τολμηρές πολεμίστριες των ρωσικών θρύλων. Σας καλώ όμως να τις αναζητήσετε σε στιγμές αδυναμίας ή φόβου, να μοιραστείτε μαζί τους, τους μύχιους φόβους και τις ανασφάλειες σας και να επιτρέψετε στη δυναμική τους παρουσία να αποτελέσει μια φωτεινή ασπίδα σιγουριάς και ισορροπίας!

Πηγές:

  • - Μύθοι και θρύλοι των λαών: Ρωσία. Εκδόσεις Το Ποντίκι, 2007
  • - Παραμύθια από τη Ρωσία. Εκδόσεις Απόπειρα, 1997
  • - Bailey, James. An Anthology of Russian folk Epics, Folklore and Folk Cultures of Eastern Europe. ME Sharpe, Inc. 1998

 

Related Articles