«Ὁ ὕπνος μέσα στὰ μάτια κελαηδᾶ
Σὰν νὰ ἦταν τὸ νερὸ τῆς βρύσης
Σὰν νὰ ἦταν ὁ βοσκὸς τοῦ παραμυθιοῦ
Ποὺ ἔτρεφε γένια ὁλόασπρα…»
Γιώργος Σαραντάρης, «Ο ύπνος μέσα στα μάτια»
Ύπνος. Μια γλυκιά μεσημεριανή συνήθεια και μια επιτακτική βραδινή ανάγκη. Για κάποιους χάσιμο πολύτιμου ζωτικού χρόνου, για κάποιους άλλους το κλειδί της μακροζωϊας. Σε μια πρόσφατη συζήτηση με φίλους, κάποιος επεσήμανε ότι ο ύπνος συγκαταλέγεται ανάμεσα στις τρεις μεγαλύτερες απολαύσεις από τις οποίες αντλεί τις υπαρξιακές ελπίδες του το ανθρώπινο είδος. Επαφίομαι στη διακριτική ευχέρεια των αναγνωστών, προκειμένου αυτοί να συνθέσουν το επιτυχημένο τρίπτυχο των απολαύσεων. Ό, τι κι αν σημαίνει για εσάς ο ύπνος, σίγουρα δεν παύει να αποτελεί ένα απαραίτητο και ταυτόχρονα άκρως αινιγματικό κομμάτι της ανθρώπινης ζωής.
Η αινιγματική του φύση, οφείλει τη σαγήνη της στη μαγική έλξη που ασκεί αιώνες τώρα στην ανθρώπινη φαντασία, το πιο σπουδαίο προϊόν του: τα όνειρα. Ένα από τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά της ανθρώπινης υπόστασης που συνεχίζει να γεννά πολλά και περίπλοκα ερωτήματα ακόμα και στην προηγμένη εποχή που διανύουμε.
Ανάμεσα στα γλαφυρά κεφάλαια της λαογραφίας των Απαλλάχιων, μπορεί κάποιος να εντοπίσει την αξιοπερίεργη ιστορία, ίσως του πιο διάσημου υπναρά της αμερικανικής ηπείρου: αυτή του Ριπ Φαν Ουίνκλ. Η ιδιαίτερη αυτή ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη συλλογή διηγημάτων, «The Sketch Book of Geoffrey Crayon Gent.», του Ουάσινγκτον Ίρβινγκ-συγγραφέα του πασίγνωστου διηγήματος τρόμου «Ο μύθος του ακέφαλου καβαλάρη (O μύθος της Kοιμισμένης Kοιλάδας)», το οποίο περιλαμβάνεται στην ίδια συλλογή. Ο Ίρβινγκ υπήρξε μεγάλος θαυμαστής και μελετητής του συλλογικού πλούτου ιστοριών που διαμόρφωσαν τη συνείδηση και την καθημερινότητα των κατοίκων των νεαρών τότε Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Παράλληλα δε δίσταζε να σατιρίζει τα παρωχημένα ήθη και τις ξεπερασμένες συνήθειες των νοσταλγών του παλαιού καθεστώτος αλλά και των μιμητών τους. Από την επικριτική διάθεση της πένας του δεν ξέφυγαν ούτε οι πολιτικοί παράγοντες των νεοσύστατων, ελεύθερων πολιτειών που έβρισκαν συνεχώς αφορμή για να εκθειάσουν την τοπική ιστορία και τους αντίστοιχους ήρωες της.
Ο απίθανος θρύλος του Ριπ Φαν Ουίνκλ, εμπνευσμένος από τις παραδόσεις των Ολλανδών αποίκων των βουνών Κάτσκιλ, αποτελεί ίσως μια από τις πιο ιδιότυπες και πολυσυζητημένες ιστορίες όλων των εποχών, καθώς το μυστήριο που τον περιβάλει ξεπερνά αρκετές φορές τα φανταστικά πλαίσια της λογοτεχνίας και μας καλεί να εξετάσουμε πιο προσεκτικά τις πεποιθήσεις μας σχετικά με το λεπτό όριο που πάντοτε διαχώριζε την αλήθεια από το ψέμα και το όνειρο από την πραγματικότητα. Ας ανακαλύψουμε μαζί-αν μπορούμε-την απάντηση σε αυτό το γοητευτικό αίνιγμα…
Πριν από τριακόσια χρόνια, στους πρόποδες της οροσειράς των Απαλλαχίων, στις παρυφές της μικρής πόλης Χάντσον, σ’ ένα μικρό σπίτι περιτριγυρισμένο από ένα εξίσου μικρό κτήμα ζούσε με τα αγαπημένα του παιδιά και τη σύζυγο του, ένας καλοκάγαθος χωρικός: ο Ριπ Φαν Ουίνκλ. Λέγεται πως οι καταβολές του οικογενειακού του ονόματος, χάνονταν στο Μεσαίωνα και δεν ήταν λίγοι αυτοί που υποστήριζαν πως ο ίδιος ο Ριπ αποτελούσε απευθείας απόγονο του Πίτερ Στίβεσαντ του τελευταίου, επισήμως διορισμένου κυβερνήτη της Νέας Ολλανδιάς-μιας περιοχής που εκτεινόταν ανάμεσα σε αυτές της Νέας Υόρκης και του Νιού Τζέρσεϋ. Την ήρεμη, βουκολική ζωή που ενδεχομένως να προανήγγειλε η παραπάνω περιγραφή της κατοικίας του, επισκίαζε η κάθε άλλο παρά ήρεμη σχέση, που διατηρούσε ο Ριπ με τη γυναίκα του. Εκείνη θεωρούσε πως ο άντρας της δεν παρείχε ποτέ τα απαραίτητα στην οικογένεια του και διαμαρτυρόταν συνεχώς για την αδιάφορη συμπεριφορά του. Στην πραγματικότητα, όπως μας αναφέρει ο Ίρβινγκ, ο Ριπ δεν ήταν απλά ένας αργόσχολος και παθητικός κάτοικος της υπαίθρου, αλλά ένας ευαίσθητος άντρας που αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Λάτρευε να κατασκευάζει γι’ αυτά χαρταετούς, να τους μαθαίνει πώς να παίζουν με τους βόλους και να τους διηγείται ιστορίες για φαντάσματα και μάγισσες. Η κατά τα άλλα μάλλον, δικαιολογημένα κακεντρεχής στάση της γυναίκας του, οφειλόταν στο γεγονός ότι ενώ ο σύζυγος της, έσπευδε πρόθυμα να βοηθήσει οποιονδήποτε γείτονα του αντιμετώπιζε προβλήματα στη μεταφορά κάποιου φορτίου ή στη διαχείριση του κτήματος του, δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τη φροντίδα και την αξιοποίηση του δικού του υποστατικού το οποίο παρουσίαζε μονίμως μια εικόνα εγκατάλειψης, ενώ σπανίως ασχολούταν με την καλλιέργεια των χωραφιών του, με τη δικαιολογία πως το πετρώδες έδαφος δεν θα του απέδιδε τον αναμενόμενο καρπό. Σε γενικές γραμμές λοιπόν, έμοιαζε να απεχθάνεται οποιαδήποτε εργασία που θα του εξασφάλιζε κάποιο εισόδημα.
Ως αποτέλεσμα, αυτή η αξιοπερίεργη συμπεριφορά του, δημιουργούσε στο Ριπ αρκετά προβλήματα, καθώς κάθε μέρα έπρεπε να αντιμετωπίσει τις ανεξέλεγκτες εκρήξεις θυμού της γυναίκας του. Για να αποφύγει επομένως την…εμπόλεμη ατμόσφαιρα που βασίλευε μονίμως στο σπιτικό του και του στερούσε ένα μεγάλο μέρος της αγαθής ξενοιασιάς του, προσπαθούσε να καταφεύγει σε διάφορες διεξόδους. Περνούσε συνήθως τα βράδια του στο τοπικό πανδοχείο, όπου περιτριγυρισμένος από τους συγχωριανούς του και υπό το επικριτικό βλέμμα του βασιλέα Γεώργιου-το πορτραίτο του οποίου κοσμούσε εκείνη την εποχή τους τοίχους πολλών οικημάτων-κάπνιζε την αγαπημένη του πίπα και απολάμβανε μερικές πολύτιμες στιγμές ηρεμίας. Η πλέον αγαπημένη του ενασχόληση ωστόσο, ήταν το κυνήγι, στο οποίο με προθυμία τον συντρόφευε ο αχώριστος σύντροφος του, ο σκύλος του Λύκος. Ο Ριπ ένιωθε πως ο σκύλος του ήταν ίσως και το μόνο ζωντανό πλάσμα που μπορούσε να τον καταλάβει, χωρίς φυσικά ποτέ να κατακρίνει οποιαδήποτε απερισκεψία του.
Ένα γλυκό φθινοπωρινό απόγευμα λοιπόν κι ενώ ο Ριπ ασχολούταν με κάτι που τον διασκέδαζε ιδιαίτερα-το να σημαδεύει σκίουρους-βρέθηκαν οι δυο τους να περιπλανιούνται σε ένα από τα ψηλότερα σημεία των βουνών Κάτσκιλ. Αφού απόκαμαν, αποφάσισαν να σταματήσουν για λίγο σε ένα όμορφο ξέφωτο καλυμμένο από πυκνή, χαμηλή βλάστηση για να ξεκουραστούν. Από εκείνο το σημείο, ο Ριπ μπορούσε να διακρίνει το χωριό του και λίγο πιο πίσω προς τα δυτικά, μια παράξενη σκοτεινή κοιλάδα την οποία μόλις και μετά βίας φώτιζαν οι ακτίνες του ήλιου. Οι σκιές του δειλινού τύλιξαν τις γύρω πλαγιές κι εκείνος αποφάσισε-με αρκετή απροθυμία-πως θα έπρεπε σύντομα να πάρει το δρόμο της επιστροφής. Όταν όμως σηκώθηκε και πέρασε στον ώμο το όπλο του, άκουσε από μακριά κάποιον άγνωστο να φωνάζει το όνομα του. Κοίταξε τριγύρω έκπληκτος αλλά συνειδητοποίησε πως ήταν ολομόναχος. Άρχισε βιαστικά να κατηφορίζει το μονοπάτι που θα τον οδηγούσε στο Χάντσον, όταν άκουσε πάλι κάποιον να φωνάζει το όνομα του! Την ίδια στιγμή ο σκύλος του γρύλισε προειδοποιητικά. Εκείνος κοίταξε προς την κατεύθυνση που κοιτούσε το ζώο και είδε έναν άντρα ο οποίος κατέβαινε το μονοπάτι κουβαλώντας κάτι στην πλάτη του. Θεωρώντας πως πιθανότατα επρόκειτο για κάποιον από τους συγχωριανούς του, ο Ριπ έσπευσε να τον βοηθήσει. Όταν όμως τον πλησίασε, παρατήρησε έκπληκτος ότι ο άγνωστος τελικά άντρας, ήταν ιδιαίτερα μικροκαμωμένος και γεροδεμένος, ενώ τα ρούχα του ήταν αρκετά παλιομοδίτικα και του θύμιζαν, τις ενδυμασίες των Ολλανδών ευγενών του προηγούμενου αιώνα. Στους ώμους του κουβαλούσε ένα μεγάλο βαρέλι, γεμάτο ποτό. Όταν είδε τον Ριπ του ένευσε να πλησιάσει και να τον βοηθήσει να κουβαλήσει το αρωματικό φορτίο του. Εκείνος δίστασε αλλά τελικά δέχτηκε, με τη συνηθισμένη προθυμία που επιδείκνυε πάντα, να βοηθήσει τον ξένο. Οι δυο τους κατευθύνθηκαν προς την ξεραμένη κοίτη ενός ποταμού που διέσχιζε ένα φαράγγι και έφτασαν σ’ ένα σημείο όπου τα βράχια σχημάτιζαν κάτι σαν μικρό αμφιθέατρο. Στο κέντρο αυτού του παράξενου σχηματισμού λοιπόν, ο Ριπ αντίκρυσε μια συντροφιά από ανθρώπους που έπαιζαν νάιν-πινς[1] και ήταν επίσης ντυμένοι με παράξενα, παλαιάς κοπής ρούχα. Αλλά και τα πρόσωπα τους ήταν επίσης περίεργα αφού είχαν τεράστιες μύτες, πολύ μικρά μάτια και περίτεχνα κομμένες γενειάδες. Ανάμεσα τους, ξεχώρισε έναν ηλικιωμένο, επιβλητικό άντρα ο οποίος υπέθεσε πως θα πρέπει να ήταν ο αρχηγός τους. Όταν εκείνος και ο άντρας που τον συνόδευε πλησίασαν, όλοι σταμάτησαν το παιχνίδι τους και περιεργάστηκαν τον νεοφερμένο με ένα βλέμμα σχεδόν νεκρό που έκανε τον Ριπ ν’ ανατριχιάσει. Κανείς τους δεν μίλησε και ο άντρας που μετέφερε αρχικά το βαρέλι, έχυσε το περιεχόμενο του σε μεγάλα φλασκιά και του ένευσε να σερβίρει τους παρευρισκόμενους. Όταν εκείνοι γεύτηκαν το ποτό, συνέχισαν να παίζουν κι ο Ριπ άρχισε να νιώθει πιο άνετα ανάμεσα τους. Τόσο άνετα που, όταν αντιλήφθηκε πως κανείς δεν τον κοιτούσε, αποφάσισε να επωφεληθεί και ο ίδιος από το πολύτιμο υγρό του βαρελιού κι όταν το δοκίμασε το βρήκε εξαιρετικό. Επειδή αγαπούσε πολύ το ποτό, φυσικά δεν αρκέστηκε σε μια δοκιμή και όσο το φλασκί άδειαζε, τόσο εκείνος ένιωθε τα βλέφαρα του να βαραίνουν μέχρι που ο ύπνος τον τύλιξε γλυκά.
Όταν ξύπνησε το πρώτο πράγμα που τον παραξένεψε ήταν η διαφορά στην ώρα, καθώς συνειδητοποίησε πως είχε πλέον ξημερώσει. Έπειτα παρατήρησε πως η γενειάδα του ήταν πλέον άσπρη και πως είχε μακρύνει τόσο που έφτανε μέχρι τα γόνατα του, ενώ το άλλοτε γυαλιστερό τουφέκι του είχε σκουριάσει. Σηκώθηκε με αρκετή δυσκολία και επιχείρησε να καλέσει το σκύλο του, όμως εκείνος δεν φάνηκε πουθενά. Έκπληκτος, αποφάσισε να πάρει το δρόμο για το χωριό του μα όταν έφτασε εκεί δεν αναγνώρισε κανέναν από τους κατοίκους κι όταν βρήκε το σπίτι του, παρατήρησε με τρόμο πως αυτό δεν ήταν πλέον, παρά ένα ερείπιο. Έντρομος, θέλησε λοιπόν ν’ αναζητήσει την οικογένεια του ή κάποιο από τα πρόσωπα που γνώριζε στην περιοχή. Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης του, βρέθηκε μπροστά στο παλιό πανδοχείο, όπου συνήθιζε να περνά τα βράδια του, συντροφιά με τους φίλους του, μα δεν κατάφερε αρχικά να το αναγνωρίσει, αφού το ίδιο το κτίριο δεν θύμιζε σε τίποτα το παλιό εκείνο κατασκεύασμα που στέγαζε τις ανήσυχες συζητήσεις των συγχωριανών του και τα πρόσωπα των θαμώνων του ήταν παντελώς άγνωστα και τα ρούχα τους εντελώς διαφορετικά από αυτά που είχε συνηθίσει μέχρι τότε να βλέπει. Επιπλέον στον τοίχο, πάνω από μεγάλο τζάκι δεν κρεμόταν πλέον το πορτραίτο του βασιλιά Γεώργιου, αλλά η εικόνα ενός άγνωστου σε αυτόν κυρίου, που λεγόταν Τζωρτζ Ουάσινγκτον.
Η περιέργεια που τον ωθούσε να ανακαλύψει τι του είχε συμβεί, υπερίσχυσε του φόβου του και ο Ριπ μπήκε τελικά στο πανδοχείο, το οποίο ήταν γεμάτο από ανθρώπους που λογομαχούσαν σχετικά με κάτι που ονόμαζαν «εκλογές». Τελικά, εν μέσω διαφόρων, αναπόφευκτων παρεξηγήσεων, ο Ριπ διαπίστωσε πως μετά το ξέφρενο μεθύσι του, είχε κοιμηθεί είκοσι ολόκληρα χρόνια! Η ιδιαίτερη αυτή ιστορία τελειώνει με τον ίδιο, να βρίσκει τελικά τα παιδιά του, τα οποία είχαν πλέον δημιουργήσει δικές τους οικογένειεςκαι να ζει ευτυχισμένος τα τελευταία χρόνια της ζωής του μαζί τους. Μέχρι το θάνατο του υποστήριζε με πάθος πως τα όσα είχε ζήσει, εκείνο το δειλινό στα Κάτσκιλ, δεν υπήρξαν ποτέ προϊόν της φαντασίας του. Αρκετοί υποστηρίζουν πως ο ήρωας μας υπήρξε μάλλον ένα από τα πρώτα θύματα…καταγεγραμμένης οικογενειακής βίας και πως ενστικτωδώς επινόησε την παραπάνω εκκεντρική κατά τα άλλα ιστορία, προκειμένου να δικαιολογήσει τη φυγή του από την οικογενειακή εστία.
Ορισμένοι όμως μελετητές της τοπικής ιστορίας, οι οποίοι προσεγγίζουν το θέμα με τον ανάλογο σεβασμό ως προς τις ιδιαίτερες παραδόσεις της συγκεκριμένης περιοχής, εικάζουν πως οι άνθρωποι που συνάντησε εκείνο το απόγευμα ο Ριπ Φαν Ουίνκλ, δεν ήταν άλλοι από τον Χέντρικ Χάντσον και τους άντρες του, οι οποίοι υπήρξαν οι πρώτοι Ολλανδοί εξερευνητές των βουνών Κάτσκιλ. Σύμφωνα με το θρύλο, ο Χάντσον και αρκετά μέλη της εξερευνητικής αποστολής του, χάθηκαν μέσα στα πυκνά δάση των βουνών ή βρήκαν τραγικό θάνατο, παρασυρμένοι από τους άγριους χειμάρρους που διασχίζουν ορμητικά τις απότομες πλαγιές τους, κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Δεν αποκλείεται λοιπόν, ο άτυχος Ολλανδός να παραβρέθηκε άθελα του σε κάποιο…πάρτι φαντασμάτων. Επιπλέον, πολλοί είναι εκείνοι που συνδέουν το γεγονός του πολυετούς ύπνου του Ριπ με την απόφαση του να δοκιμάσει το παράξενο ποτό των αγνώστων, γεγονός που παραπέμπει άμεσα στις Ευρωπαϊκές παραδόσεις που αφορούν τις νεράιδες και τα ξωτικά, σύμφωνα με τις οποίες αν κάποιος επιχειρήσει να δοκιμάσει την τροφή ή το ποτό τους, γίνεται απευθείας δέσμιος του δικού τους κόσμου και αδυνατεί να επιστρέψει πίσω, στη δική μας πραγματικότητα. Όσον αφορά τις μεταφυσική προσέγγιση των γεγονότων, κατά την προσπάθεια επεξήγησης της συγκεκριμένης ιστορίας αξίζει τέλος να αναφέρουμε πως η περιοχή των βουνών Κάτσκιλ, υπήρξε ανέκαθεν, το λίκνο πολλών ιδιαίτερων θρύλων και παραδόσεων.
Οι Ινδιάνοι υποστήριζαν πως στις πλαγιές τους, ζούσαν κάποια πνεύματα που μπορούσαν να ελέγχουν τα σημεία του καιρού και δρούσαν υπό την εποπτεία της μεγάλης Σκόου[2], της μητέρας τους. Σύμφωνα με το θρύλο, εκείνη ήταν υπεύθυνη για τις πόρτες της Ημέρας και της Νύχτας και καθόριζε πότε θα ανοίξουν ή θα κλείσουν. Προς τιμήν της, οι τότε κάτοικοι της περιοχής έκαναν θυσίες και αφιέρωναν στο όνομα της τα κορίτσια που γεννιούνταν σε κάθε οικογένεια. Σύμφωνα με μια παραλλαγή της συγκεκριμένης παράδοσης, στην κορυφή των Κάτσκιλ ζούσε κάποτε ένα κακοποιό πνεύμα που απολάμβανε να…κάνει φάρσες στους κυνηγούς της περιοχής, παίρνοντας τη μορφή διάφορων άγριων ζώων. Λέγεται πως κάποτε, ένας νεαρός κυνηγός βρέθηκε μπροστά στη σπηλιά που αποτελούσε το καταφύγιο του και κατάφερε να κλέψει μια από τις νεροκολοκύθες που κοσμούσαν το δέντρο στην είσοδο της. Καθώς όμως επέστρεφε, παρασύρθηκε από τα νερά ενός ορμητικού χειμάρρου που ξεπήδησε ξαφνικά από το έδαφος και σκοτώθηκε. Ο θάνατος του υπήρξε αφορμή για να δοθεί στα βουνά Κάτσκιλ η σημερινή ονομασία τους (Kaatskil-Kaaters kill).
Κακός οικογενειάρχης ή θύμα κάποιας μεταφυσικής ειμαρμένης, αγαθός γείτονας ή καταπιεσμένος αλκοολικός, ο Ριπ Φαν Ουίνκλ αποτελεί σίγουρα μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της παγκόσμιας λαογραφίας, αφού αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα από τα λίγα ανθρώπινα όντα που κατόρθωσε να διασχίσει το κατώφλι του πολύχρωμου κόσμου που δεσπόζει κυριαρχικά ανάμεσα στα όρια της φαντασίας και της απτής πραγματικότητας και να επιστρέψει στο δικό μας κόσμο, φέροντας μαζί του τα πολύτιμα δώρα του κόσμου των ονείρων…
Πηγές:
Irving, Washington. The Sketchbook of Geoffrey Crayon Gent. Penguin Books, 1988.
Greatnortherncatskills.com
[1] Το nine-pins, αποτελεί τον πρόγονο του σημερινού μπόουλινγκ
[2] Η λέξη scow στις περισσότερες ινδιάνικες διαλέκτους έχει την έννοια της «Γυναίκας».