Προς τη Μεγάλη Χώρα, που κάποτε ήτανε ξακουστό και πλούσιο τουρκοχώρι, χάσκει στη μέση ενός βοσκοχώραφου σαν μαύρο στόμα μια πηγάδα παλιά, και χορταριασμένη. Τα βράδια πάνω στις πέτρες της φεγγίζει το μαυρόνερο από κάτω και το φως τον αστεριών φωτίζει το ξανθό κεφάλι της νεράιδας που βγαίνει από τα βάθη του και γελά μ’ ένα γέλιο που σου κόβει το αίμα.
Κοίταξε τη μαύρη επιφάνεια της κρυστάλλινης σφαίρας και αναστέναξε αγανακτισμένος. Τίποτα. Δεν υπήρχε καμία εικόνα στη γυαλιστερή σκοτεινή της καμπύλη, πέρα από την επιμήκη αντανάκλαση του, η οποία τον έκανε να μοιάζει με τους γνώμους που συνήθιζαν να βγαίνουν από το πηγάδι της πίσω αυλής τα βράδια του καλοκαιριού. Το βαριεστημένο βλέμμα του συνάντησε την επικριτική μάτια της γέρικης κουκουβάγιας που καθόταν απέναντι του πάνω σ’ ένα σκονισμένο ράφι και ακόνιζε το ράμφος της στην επιφάνεια του δημιουργώντας ένα σωρό από μικροσκοπικά ροκανίδια πάνω στο πάτωμα.
Της νύφης κι αν της έταξαν το ρόδινο στεφάνι,
Γοργά ο χάρος κίνησε στο μνήμα να τη βάνει.
Το γιοφύρι της Καλόγριας κάτου στο ρέμα του Άη Θωμά, τώρα το πνίγουν τα βάτα κι οι αγριαγκαθιες μα κάπουτε σαν ορθώθηκε καινούργιο και πέτρινο με τις τρεις καμάρες του και το τόξο του καθαρό σαν γαϊτανόφρυδο, έστεκε όλο περηφάνεια και σπουδή πάνω από το νερό που κυλούσε γοργά και τ’ αψηφούσε.
Στο μέρος εκείνο που σήμερα λέγεται Ζαπάντι, υπάρχει ένα χωράφι στη μέση του οποίου ξεπροβάλλει σαν αλλόκοτο, πέτρινο δέντρο ένας μιναρές.
Πριν από πολλά, πολλά χρόνια λένε πως ζούσε μια νεαρή μάγισσα που αγαπούσε πολύ να κοιμάται στη σκιά των δέντρων στην όχθη της λίμνης Αμβρακίας.
H σπηλιά
Αθήνα, συνοικία Αναφιώτικα, 1969
Κατέβασε το φλυτζάνι προσεκτικά ακουμπώντας το ανάποδα στο πιατάκι από λευκή πορσελάνη. Έκανε από πάνω του το σημείο του σταυρού, διπλώνοντας και ξεδιπλώνοντας τρεις φορές τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού κι έριξε μια βιαστική ματιά όλο περιέργεια στη νεαρή γυναίκα που καθόταν δίπλα της. Προσπαθούσε να διαβάσει στα χαρακτηριστικά της, που τώρα είχαν σκληρύνει, τον αντίκτυπο των όσων της είχε φανερώσει πριν από λίγο. Το βλέμμα της στάθηκε για κλάσματα του δευτερολέπτου πάνω στον ξεραμένο, καφετί λεκέ που αλλοίωνε την κρεμ ομοιομορφία του κεντητού τραπεζομάντηλου που κάλυπτε το τραπέζι μπροστά της. Τα χείλη της σφίχτηκαν αμυδρά σε ένα ξέσπασμα συγκρατημένης αγανάκτησης. Κοίταξε πάλι τη νεαρή γυναίκα, αυτή τη φορά πιο προσεκτικά, για να διαπιστώσει ότι μόνο το αφύσικα χλωμό δέρμα του προσώπου της και η λεπτή κόκκινη γραμμή των σφιγμένων χειλιών της φανέρωναν μια κάποια ανησυχία.
Οι σκέψεις της διακόπηκαν απότομα από ένα δυνατό κρότο που την επανέφερε στο παρόν. Ανασηκώθηκε απότομα κι έσπρωξε πίσω την καρέκλα.
Το φως της λάμπας τρεμόπαιξε για λίγο κι έπειτα μ’ έναν ανεπαίσθητο ήχο έσβησε, βυθίζοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι. Το ρολόι στο τοίχο μετρούσε τα λεπτά με βασανιστική ακρίβεια κι όταν η ώρα σήμανε ακριβώς, από το πορτάκι που βρισκόταν στο κέντρο του ξεπρόβαλε ένα μικροσκοπικό ξύλινο ανθρωπάκι που κρατούσε στα χέρια του μια τρομπέτα.
Του δάγκωσαν το χέρι. Σκούρο κόκκινο αίμα, το δικό του αίμα κυλούσε τώρα στο πάτωμα για να συναντήσει το λερό αίμα του καλικάντζαρου. Έπειτα τον χτύπησαν στο κεφάλι με κάτι βαρύ. «Τουλάχιστον έκανα ότι μπορούσα για να τη σώσω», αναλογίστηκε με δυσκολία καθώς οι σκέψεις του παρασύρονταν προς το λήθαργο της λιποθυμίας. Ένας δυνατός κρότος που ακούστηκε από την πλευρά της κουζίνας τον επανέφερε κάπως. Οι καλικάντζαροι ήταν τόσο απασχολημένοι που δεν έδωσαν καμία σημασία στον απροσδόκητο ήχο για να το μετανιώσουν λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, όταν στο κατώφλι της πόρτας που ένωνε το δωμάτιο με την κουζίνα, εμφανίστηκε ο Βλάσσης. Στο χέρι του κρατούσε ένα γυάλινο μπουκαλάκι που περιείχε ένα διαφανές υγρό. Άνοιξε το καπάκι και εκτόξευσε με κοφτές κινήσεις το περιεχόμενο προς του καλικάντζαρους προτού εκείνοι προλάβουν ν’ αντιδράσουν.
«Ναι;! Μιλήτενε (μιλήστε)* πιο δυνατά! Ηγού! Ίντα;! Τώρα που είστε; Πως θα γυρίσετε; Καλά να προσέχετε μόνο σπαρτάρα μου…», πρόλαβε να προσθέσει η κυρά Μαρκέλλα προτού κατεβάσει το ακουστικό με τρεμάμενο χέρι.
«Τι χολοπερεχύθηκες (τρόμαξες)* μωρέ γιαγιά;!», ρώτησε ανήσυχα ο Ισίδωρος.
«Τι να κάμω…ο πατέρας σου ήταν…τους έπιασε η βροχή στον Καρφά και θα μείνουν το βράδυ στης ξαδέρφης μου της Αρετώς», διευκρίνισε κι έπειτα σηκώθηκε και τέντωσε τα πόδια της με ένα επιφώνημα ανακούφισης.
«Δεν πειράζει, θα στρώσω για τους δυο μας να φάμε γιορτινά, άμ ψηθεί κι αυτή η πίττα», αναφώνησε προσπαθώντας να μην δείχνει ανήσυχη κάτω από την εξεταστική ματιά του εγγονιού της. Άρχισε με γρήγορες κινήσεις να απλώνει πάλι τη στεγνή πια ζύμη στο τραπέζι σιγοτραγουδώντας.
«Α το κουτί αυτό ήταν του παππούλη σου», είπε κάπως αδύναμα η γιαγιά του ακολουθώντας με το βλέμμα της το δικό του. Ο χαμός του παππού δεν κατάφερε να της στερήσει ούτε στο ελάχιστο την αξιοπρέπεια και τη θέληση της για ζωή. Όπως έλεγε κι εκείνη πάντα, τι να κάνεις αφού έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Δεν τα βάζεις με το Χάρο, τα βάζεις; Και με αυτή τη μοιρολατρική αλλά γεμάτη κρυφή σοφία φράση απάλυνε κι εκείνη τον πόνο που της προκαλούσε η απουσία. «Κάνε μου μια χάρη μωρέ σπαρτάρα μου, αφού καθόμαστε εδώ καλά και όμορφα. Να σου φέρω λίγο νέφτι από την αποθήκη να συγυρίσεις λίγο αυτά τα παλιά εργαλεία, μπας και τα πουλήσω αύριο μεθαύριο στον Πάνο; Ξέρεις αυτόν που έχει το σιδηρουργείο; Άντε να σε χαρώ!», πρόσθεσε απαντώντας χαρούμενα στο καταφατικό νεύμα του Ισίδωρου.
Αθήνα, 2004
Στον ηλεκτρικό προς Πειραιά
Η βροχή σταμάτησε λίγο πριν τα φρένα το τρένου τσιρίξουν, καθώς αυτό πλησίαζε την σκεπασμένη αποβάθρα. Οι σταγόνες του νερού έμοιαζαν να συναγωνίζονται μεταξύ τους καθώς διέσχιζαν διαγώνια το, κουφωμένο με βρώμικο πλαστικό, παράθυρο του βαγονιού. Οι πόρτες άνοιξαν και οι άνθρωποι μπήκαν στο βαγόνι καλύπτοντας ασφυκτικά κάθε ελεύθερο σημείο του διεκδικώντας, με αδικαιολόγητη αγανάκτηση οι περισσότεροι, χώρο για τις παραγεμισμένες με χριστουγεννιάτικο πνεύμα τσάντες των εμπορικών καταστημάτων του κέντρου.
Ο Ισίδωρος περιεργάστηκε τα πρόσωπα γύρω του με άφθονο σαρκασμό.
Ζούσε κάποτε στο τελευταίο σπίτι ενός χωριού μια γυναίκα χήρα που είχε μια μονάκριβη κόρη. Μα όσο όμορφη ήταν η κόρη της άλλο τόσο φτωχή ήταν η ίδια και δεν ήλπιζε να την παντρέψει γρήγορα. Έφτασε ο καιρός όμως που το ψωμί έλειψε και οι δυο γυναίκες έβραζαν ρίζες και βρύα για να μην πέφτουν για ύπνο νηστικές. Μην αντέχοντας άλλο αυτή τη κατάσταση η κοπέλα είπε μια μέρα στη μάνα της:
Αν τύχει κάποιος να περάσει βράδυ με φεγγάρι από κάποιο λόφο, τότε- αν είναι από αυτούς που ξέρουν να βλέπουν πέρα από τα συνηθισμένα- θα δει εκεί να κάθεται ένα πλάσμα που κρατώντας ένα καλάμι ψαρέματος θ’ ατενίζει με λυπημένο ύφος το πρόσωπο του φεγγαριού. Κάπου κάπου μπορεί να του ξεφύγει κανένας αναστεναγμός. Ποιος είναι κι από έρχεται; Θα σας το πω αμέσως…
Μια ιστορία αρχαία λέει , πως στα πολύ παλιά χρόνια όλα τα δέντρα έριχναν τα φύλλα τους, δεν υπήρχαν δηλαδή αυτά τα δέντρα που σήμερα ονομάζουμε αειθαλή. Όμως σ’ έναν τόπο πέρα από δυο θάλασσες υπήρχε κάποτε ένα δέντρο που ποτέ δεν έριχνε τα φύλλα του. Στεκόταν πάντα φουντωτό και καταπράσινο στη μέση ενός τεράστιου δάσους και πάνω στο κορμό του υπήρχε μια κουφάλα, σαν πορτούλα. Αυτή τη πορτούλα όσοι έμεναν στο χωριό έξω απ’ το δάσος την έλεγαν η Πόρτα των Ξωτικών γιατί από εκεί έβλεπαν πολλά βράδια να βγαίνουν περίεργες λάμψεις, ν’ ακούγονται κρότοι και μουσικές παράξενες.
The man stood for a long time on the top of the bare hill, his dark gaze following the last dying light of the day. The first star soon appeared on the purple horizon.